Παράθυρο στην επιστήμη

6.5.10

Κοινωνικές και Οικονομικές Επιπτώσεις της Ρύπανσης του Ασωπού Ποταμού και της Λεκάνης Απορροής του και Περιβαλλοντικές Πολιτικές Αντιμετώπισης του Προβλήματος

Παγκοσμίως, η ανθρώπινη δραστηριότητα βαδίζει σε ένα μη βιώσιμο μονοπάτι. Μια από τις σημαντικότερες επιταγές της σύγχρονης πραγματικότητας είναι η εναρμόνιση της ανθρώπινης δραστηριότητας και ανάπτυξης με ένα πρότυπο βιώσιμης ανάπτυξης το οποίο λαμβάνει υπ’ όψη του και σέβεται και τους τρεις πυλώνες της αειφορίας, τον περιβαλλοντικό, τον κοινωνικό και τον οικονομικό. Η αναγκαιότητα αυτή πηγάζει από την στενή συσχέτιση και αλληλεπίδραση των παραμέτρων που διέπουν τους πυλώνες αυτούς. Κάθε περιβαλλοντικό πρόβλημα που ανακύπτει σε μια περιοχή, επιδρά και επηρεάζει την κοινωνική και οικονομική ζωή της τοπικής κοινωνίας, ενώ οι συνέπειές του μπορεί να γίνουν ορατές και σε μακροσκοπικό επίπεδο, επηρεάζοντας ευρύτερες περιοχές.
Ένα από τα σημαντικά και πολυσυζητημένα προβλήματα της ελληνικής επικράτειας είναι το πρόβλημα της ρύπανσης του Ασωπού ποταμού και της λεκάνης απορροής του από βιομηχανικά υγρά απόβλητα τα οποία βρίσκονται εκτός των θεσμοθετημένων ορίων όσον αφορά στις συγκεντρώσεις βαρέων μετάλλων και άλλων τοξικών ουσιών. Η ρίζα του προβλήματος οριοθετείται το 1969 με το διάταγμα χαρακτηρισμού του ποταμού ως «αγωγός παροχέτευσης επεξεργασμένων λυμάτων εργοστασίων» και το μετέπειτα ρυπογόνο μοντέλο ανάπτυξης που ακολουθούνταν για δεκαετίες, χωρίς χωροταξικό σχεδιασμό βιομηχανικών και άλλων δραστηριοτήτων, ελλείψει υποδομών για την προστασία του περιβάλλοντος, καθώς και μη εφαρμογής της υπάρχουσας περιβαλλοντικής νομοθεσίας, κυρίως λόγω της ανυπαρξίας μηχανισμών ελέγχου και διαχείρισης των προβλημάτων ρύπανσης.
Έτσι, οι περισσότερες εγκαταστάσεις της περιοχής, οι οποίες παράγουν περίπου το 20% του εγχώριου βιομηχανικού προϊόντος, διαθέτουν ανεπεξέργαστα ή μερικώς επεξεργασμένα υγρά απόβλητα στο ποτάμι, αφού είτε δεν διαθέτουν μονάδες επεξεργασίας, είτε τις χρησιμοποιούν μερικώς, με στόχο την ελάττωση του κόστους παραγωγής και με άμεση συνέπεια την αύξηση των συγκεντρώσεων τοξικών βαρέων μετάλλων στο νερό του Ασωπού, καθώς και στον υδροφόρο ορίζοντα της λεκάνης Θήβας, Τανάγρας, Μαλακάσας, η οποία οριοθετείται μεταξύ του Μεσσάπιου Όρους και της Πάρνηθας και απορρέει μέσω του Ασωπού ποταμού στον νότιο Ευβοϊκό κόλπο.
Μετρήσεις σε αντλιοστάσια του δήμου Οινοφύτων δίπλα στον Ασωπό ποταμό έδειξαν ότι το νερό περιείχε μεγάλες συγκεντρώσεις ιόντων χρωμίου, μολύβδου, νιτρικών και χλωρίου. Το 2008, ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου των Αθηνών διεξήγαγε έρευνα με στόχο τον καθορισμό των συγκεντρώσεων χρωμίου και άλλων βαρέων μετάλλων στα επιφανειακά και υπόγεια ύδατα της λεκάνης Θήβας, Τανάγρας, Μαλακάσας. Προσδιορίστηκαν υψηλές συγκεντρώσεις εξασθενούς χρωμίου στο δίκτυο ύδρευσης του Ωροπού, με τιμές οι οποίες έφταναν και τα 80μg/L, ενώ οι αντίστοιχες τιμές στο δίκτυο υδροδότησης των Οινοφύτων έφταναν τα 53μg/L. Στα υπόγεια ύδατα και τις γεωτρήσεις που τροφοδοτούν την πόλη των Θηβών οι τιμές του εξασθενούς χρωμίου καθορίστηκαν μεταξύ 5 και 33μg/L, ενώ στο δίκτυο υδροδότησης του Σχηματαρίου ανιχνεύτηκαν 40μg/L εξασθενούς χρωμίου και μέχρι και 34μg/L αρσενικού. Οι συγκεντρώσεις των υπόλοιπων βαρέων μετάλλων που εξετάστηκαν ήταν χαμηλές και, ως επί το πλείστο, εντός των θεσπισμένων ορίων.
Στον ίδιο τον ποταμό οι τιμές βρέθηκαν σχετικά χαμηλές, συγκρινόμενες με αυτές του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα, της τάξης των 13μg/L για το ολικό χρώμιο και 5μg/L για το εξασθενές, εν τούτοις οι τιμές αυτές υποδηλώνουν την άμεση συσχέτιση με τη βιομηχανική δραστηριότητα της περιοχής. Άλλωστε, λόγω της υψηλής οξειδωτικής ικανότητάς του, το εξασθενές χρώμιο αντιδρά εύκολα και ταχύτατα με τις οργανικές ενώσεις οι οποίες βρίσκονται σε περίσσεια στα νερά του ποταμού, γεγονός το οποίο δυσχεραίνει την ανιχνευσιμότητα της συνολικής ποσότητας του στοιχείου. Αντίθετα, οι υψηλές συγκεντρώσεις χρωμίου στα υπόγεια ύδατα υποδηλώνουν πως υπάρχει πιθανότητα οι βιομηχανίες να απορρίπτουν παρανόμως συμπυκνωμένα απόβλητα σε χώρους ταφής, τα οποία κατεισδύουν απευθείας στον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα.
Παρότι το τρισθενές χρώμιο αποτελεί ένα από τα θρεπτικά συστατικά της ανθρώπινης διατροφής, το εξασθενές χρώμιο έχει εδώ και πολύ καιρό αναγνωριστεί ως υψηλά τοξικό και καρκινογόνο συστατικό ακόμα και σε πολύ μικρές ποσότητες. Επιπλέον, προβλήματα ανακύπτουν και από την παρουσία τρισθενούς χρωμίου στο νερό ύδρευσης, αφού κατά τις διαδικασίες καθαρισμού και χλωρίωσής του στο δίκτυο μπορεί να οξειδωθεί ταχύτατα σε εξασθενές χρώμιο. Για το λόγο αυτό η ρύπανση των υδάτινων φορέων με χρώμιο, ακόμα και τρισθενές, θεωρείται πως αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα περιβαλλοντικά προβλήματα που μπορούν να ανακύψουν και αποδίδεται εξ ολοκλήρου στην ανθρώπινη δραστηριότητα.
Παράλληλη έρευνα του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου με στόχο τον καθορισμό της βιολογικής ποιότητας των υδάτων της λεκάνης απορροής υπέδειξε ότι τα αυτοοικολογικά χαρακτηριστικά των ειδών των βιοκοινοτήτων αντικατοπτρίζουν, σε ποσοστό περίπου 70%, συνθήκες υπερευτροφικές, με υψηλά επίπεδα αζώτου και φωσφόρου, και με χαμηλές απαιτήσεις σε οξυγόνο (οξυγόνο κορεσμού >30%). Οι βιοκοινότητες αυτές είναι τυπικές πολυσαπρόβιων συνθηκών (BOD>22mg/L), υποδεικνύοντας την ρύπανση των υδάτινων όγκων από οργανικά απόβλητα. Οι ρύποι που ανιχνεύτηκαν μπορούν να αποδοθούν, πέραν της βιομηχανικής, στη γεωργική και την κτηνοτροφική δραστηριότητα, ή στα αστικά λήμματα. Στη ρύπανσή από οργανικές ουσίες αποδίδεται και το παρατηρούμενο κόκκινο χρώμα των ποτάμιων υδάτων.
Εν κατακλείδι, η πολιτική που ακολουθήθηκε από τη δεκαετία του ‘60 και μετέπειτα προώθησε συγκεκριμένο, μη βιώσιμο πρότυπο ανάπτυξης, δημιούργησε περιβαλλοντικά προβλήματα στην περιοχή και κατ’ επέκταση επέφερε μια σειρά από θετικές και αρνητικές επιπτώσεις στην κοινωνική και οικονομική κατάστασή της.
Αρχικά, η μετεγκατάσταση των μονάδων, καθώς και η περαιτέρω ανάπτυξη της περιοχής ως «βιομηχανική ζώνη» οδήγησαν σε μια εκρηκτική αύξηση του πληθυσμού στους οικισμούς Οινοφύτων και Σχηματαρίου, πολύ μεγαλύτερη από την αντίστοιχη σε γειτονικές κοινότητες, αλλά και στο σύνολο του νομού Βοιωτίας. Το γεγονός αυτό, που οφείλεται στη ραγδαία αύξηση των θέσεων εργασίας, επηρέασε και τη γεωργική δραστηριότητα, μέσω της οποίας επιδιώχθηκε η κάλυψη μέρους των τοπικών αναγκών.
Η περιβαλλοντική ρύπανση όμως που προκλήθηκε από την πλημμελή διαχείριση των υδάτινων πόρων από τη γεωργική και βιομηχανική δραστηριότητα, οδήγησε σε κοινωνικές αναταραχές και οι κάτοικοι προσέφυγαν πρόσφατα στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, ενώ η χώρα μας κινδυνεύει να τιμωρηθεί λόγω μη συμμόρφωσής της με την οδηγία 2000/60. Ο αριθμός των θανάτων από καρκίνο φαίνεται πως αυξάνει ραγδαία στην περιοχή, ενώ ο εντοπισμός υψηλών συγκεντρώσεων εξασθενούς χρωμίου στο σύνολο του υδροφορέα της υποδηλώνει τη σύνδεση του φαινομένου με τα τοξικά απόβλητα και κατά συνέπεια τη βιομηχανική δραστηριότητα. Σύμφωνα με στοιχεία του ληξιαρχείου, οι θάνατοι από καρκίνο στις περιοχές που υδροδοτούνται από το ποταμό Ασωπό έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια από 6% σε 32%.
Οι κάτοικοι των οικισμών της περιοχής κινητοποιούνται συνεχώς, καταγγέλλοντας βλάβες στην υγεία τους, ενώ δεν εμπιστεύονται οι ίδιοι το νερό που πίνουν και τα προϊόντα που παράγουν. Πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών υποδεικνύει ότι η υποβάθμιση του υδροφορέα της λεκάνης από τη βιομηχανική και γεωργική δραστηριότητα οδηγεί σε υποβάθμιση της δημόσιας υγείας στις υδροδοτούμενες περιοχές. Αξίζει να αναφερθεί ότι ύστερα από τις συνεχείς κινητοποιήσεις και καταγγελίες των κατοίκων, στην περιοχή διεξάγεται σήμερα επιδημιολογική έρευνα από το Παρατηρητήριο Υγείας.
Έτσι, η υποβάθμιση ενός φυσικού πόρου, του ποτάμιου και του υπόγειου ύδατος, πέρα από τις περιβαλλοντικές συνέπειες όσον αφορά στην απώλεια της βιοποικιλότητας της περιοχής της λεκάνης απορροής, οδηγεί και σε αδυναμία αξιοποίησής του από την τοπική κοινωνία, είτε ως πόσιμο, είτε για τις οικονομικές δραστηριότητές της. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των δαπανών εισαγωγής νερού για οικιακή χρήση, δημιουργώντας οικονομική επιβάρυνση στους κατοίκους. Μάλιστα, η πρόσφατη απόφαση της σύνδεσης του δικτύου ύδρευσης της περιοχής με το Μόρνο, παρότι είναι σκόπιμη και αναγκαία, θα επιβαρύνει και την διαχείριση του νερού της υπόλοιπης Στερεάς Ελλάδας. Ταυτόχρονα, θα επιβαρύνει και την τοπική αυτοδιοίκηση με δαπάνες κατασκευής και συντήρησης του δικτύου μεταφοράς νερού στην περιοχή.
Η απώλεια εμπιστοσύνης στα προϊόντα που παράγονται εντός της λεκάνης απορροής οδηγεί σε αύξηση των εισαγωγών τροφίμων από τις τοπικές κοινωνίες, ενώ ταυτόχρονα δυσχεραίνει την πώλησή των τοπικών προϊόντων, δημιουργώντας περαιτέρω οικονομικές επιβαρύνσεις. Από τα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας για την ελάττωση της γεωργικής γης και την αύξηση της αγρανάπαυσης φαίνεται πως μετά το 2001 υπάρχει σημαντική μείωση της γεωργικής δραστηριότητας στις περιοχές Οινοφύτων και Σχηματαρίου, γεγονός που υποδεικνύει και τη στροφή του πληθυσμού από τη γεωργία στο δευτερογενή και τριτογενή τομέα παραγωγής.
Αν και η στροφή αυτή μεσοπρόθεσμα συνεπάγεται μια αύξηση του εισοδήματος των κατοίκων, μακροχρόνια μπορεί να προκαλέσει μια «μονοδραστηριότητα» στη βιομηχανία, η οποία θα εξαρτήσει τις τοπικές κοινωνίες, ως προς το σύνολο των τροφίμων και των πρώτων υλών, από απομακρυσμένες τοποθεσίες, επιβαρύνοντας τες με δαπάνες μεταφοράς και συσκευασίας τροφίμων αλλά και διαχείρισης απορριμμάτων, εντείνοντας τα υφιστάμενα περιβαλλοντικά προβλήματα και θίγοντας τη βιωσιμότητα της περιοχής. Για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στα γεωργικά προϊόντα απαιτείται η εκτέλεση αρδευτικών έργων μεταφοράς νερού από περιοχές εκτός λεκάνης, τα οποία θα αυξήσουν την οικονομική επιβάρυνση της τοπικής κοινωνίας, αλλά και θα επιβαρύνουν την διαχείριση νερού ευρύτερων περιοχών.
Επιπλέον, η υποβάθμιση της δημόσιας υγείας των τοπικών κοινωνιών έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των δαπανών υγείας και σε οικογενειακό, αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο. Παράλληλα, τα σωματικά ή ψυχωσικά προβλήματα τα οποία εμφανίζονται με μεγάλη συχνότητα, πέρα των κοινωνικών επιπτώσεων και των επιβαρύνσεων στην ανθρώπινη υγεία, έχουν και αντίκτυπο στην εργασία, αυξάνοντας έτσι τις αρνητικές επιδράσεις στην οικονομία.
Τέλος, η απαραίτητη απορρύπανση της περιοχής, όπως επιβάλλεται από την ανάγκη άμβλυνσης των κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων, αλλά και αξιώνεται από τις υποχρεώσεις της χώρας μας για συμμόρφωση στην κοινή ευρωπαϊκή πολιτική, θα επιφέρει αύξηση των δαπανών της τοπικής αυτοδιοίκησης για εγκατάσταση των αναγκαίων διεργασιών καθαρισμού των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων.
Το νερό είναι ζωή! Είναι προαπαιτούμενο για την ζωή του ανθρώπου, των ζώων και των φυτών, αλλά και απολύτως αναγκαίος πόρος για την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη. Η προστασία των υδάτινων πόρων, των υδατικών οικοσυστημάτων και του πόσιμου νερού αποτελεί έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της πολιτικής περιβαλλοντικής προστασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το διακύβευμα είναι υψηλό και υπερβαίνει τα όρια των κρατικών συνόρων, απαιτώντας άμεσες ενέργειες, από εθνικό, έως και ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να εξασφαλιστεί η αναγκαία και αποτελεσματική προστασία των υδάτινων πόρων. Για αιώνες το νερό, λανθασμένα θεωρούταν, όπως άλλωστε και άλλα αγαθά και υπηρεσίες του περιβάλλοντος, ένας πρακτικά ανεξάντλητος πόρος. Η αντίληψη αυτή, σε συνδυασμό με την έλλειψη της επιστημονικής γνώσης, οδήγησε στην υπερεκμετάλλευση των υδατικών πόρων, καθιστώντας το νερό αγαθό εν ανεπαρκεία.
Η οδηγία 2000/60 του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου δημιουργεί ένα πλαίσιο προστασίας των υδατικών πόρων στοχεύοντας στην επίτευξη καλής κατάστασης και διαχείρισης όλων των υδάτινων όγκων σε επίπεδο λεκάνης απορροής ποταμού μέχρι τον Δεκέμβριο του 2015, αναγνωρίζοντας με σαφήνεια ότι πρέπει να εξασφαλίζεται υψηλή ποιότητα και επαρκής ποσότητα νερού, όχι μόνο για τις ανάγκες των ανθρώπινων κοινωνιών αλλά και για τις λειτουργίες των οικοσυστημάτων. Η καλή κατάσταση καθορίζεται από οικολογικά - βιολογικά, χημικά και ποσοτικά κριτήρια, τα οποία περιγράφονται λεπτομερώς στα παραρτήματά της. Τα οικολογικά κριτήρια, τα οποία θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικά για τον προσδιορισμό της κατάστασης των επιφανειακών υδάτινων όγκων, αποτελούν ένα νέο μέτρο της ευρωπαϊκής πολιτικής για τη διαχείριση των υδατικών πόρων.
Η χάραξη πολιτικής υδάτων στοχεύει στη βελτίωση της οικολογικής ποιότητας των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων και στην αποφυγή μακροπρόθεσμης επιδείνωσης της ποιότητας και της ποσότητας των γλυκών υδάτων. Απαιτείται λοιπόν μια πολιτική ολοκληρωμένης προστασίας και διαχείρισης των υδάτινων πόρων με τρόπο που να διασφαλίζονται αφενός μεν οι κεφαλαιώδους σημασίας οικολογικές λειτουργίες τους και αφετέρου η αειφόρος παροχή των ποικίλων αγαθών και υπηρεσιών τους στον άνθρωπο, αφού ληφθούν υπόψη οι ανάγκες και το όφελος του κοινωνικού συνόλου.
Ως προς την πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης, η πολιτική υδάτων θα πρέπει να βασίζεται σε μια συνδυασμένη προσέγγιση, που να εφαρμόζει τον έλεγχο της ρύπανσης στην πηγή μέσω του ορισμού οριακών τιμών εκπομπής και προτύπων περιβαλλοντικής ποιότητας, αλλά και την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». Εν τέλει, η πολιτική διαχείρισης των υδάτων πρέπει να συμβάλει στην αποτροπή ή τον περιορισμό της εισαγωγής ρύπων στα υδάτινα οικοσυστήματα.
Ωστόσο, όταν ένα υδατικό σύστημα έχει υποστεί επίδραση από ανθρώπινες δραστηριότητες ή όταν λόγω της φυσικής του κατάστασης είναι ανέφικτο ή υπερβολικά δαπανηρό να επιτευχθεί καλή κατάσταση, η πολιτική διαχείρισής του μπορεί να επιτρέπει την οριοθέτηση λιγότερο αυστηρών περιβαλλοντικών στόχων, με βάση κατάλληλα, σαφή και διαφανή κριτήρια, και με βασικό στόχο την πρόληψη οιαδήποτε περαιτέρω επιδείνωσης της κατάστασης των υδάτων.
Συγκεκριμενοποιώντας τις πολιτικές βιώσιμης διαχείρισης υδατικών πόρων στο περιβαλλοντικό πρόβλημα του Ασωπού καλούμαστε να συνεκτιμήσουμε τις τρεις παραμέτρους οικονομία, κοινωνία, περιβάλλον, στην προσπάθεια να προστατευτούν τα ύδατα από περαιτέρω επιδείνωση της ρύπανσης αλλά και να αποκατασταθεί κατά το δυνατό η ποσότητα και η ποιότητά τους ως προς χημικούς και βιολογικούς παράγοντες. Ταυτόχρονα, καλούμαστε να λάβουμε υπ’ όψη και τις αρχές που διέπουν την πολιτική προστασίας του περιβάλλοντος, αυτές της προφύλαξης, της πρόληψης, και της θεραπείας.
Με δεδομένο ότι ο Ασωπός αποτελεί ροή υδάτινου πόρου, το πρώτο αναγκαίο βήμα είναι η αποκατάσταση του χαρακτηρισμού του ως ποτάμι και η κατάργηση του διατάγματος που τον χαρακτηρίζει «αγωγό παροχέτευσης επεξεργασμένων λυμάτων». Αυτό υλοποιήθηκε με την κοινή υπουργική απόφαση που υπεγράφη στα μέσα του προηγούμενου μήνα. Εφόσον οι υδάτινοι πόροι της λεκάνης έχουν υποστεί σημαντικές επιδράσεις, η αρχή της προφύλαξης δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί και συνεπώς απομένουν οι εφαρμογές των αρχών της πρόληψης και θεραπείας.
Μια πολιτική «άμεσης αποκατάστασης» του περιβαλλοντικού προβλήματος δεν θα ήταν ρεαλιστική και βιώσιμη, μιας και θα επέφερε σημαντικές επιβαρύνσεις στην οικονομία και τον κοινωνικό ιστό του τόπου. Άμεση αποκατάσταση θα σήμαινε την άμεση μετεγκατάσταση των ρυπογόνων βιομηχανιών σε άλλες περιοχές, την άμεση αλλαγή του μοντέλου γεωργικής δραστηριότητας προς φιλοπεριβαλλοντικές πρακτικές και τη λήψη μέτρων απορρύπανσης τα οποία θα αποκαθιστούσαν την ποιότητα των νερών του ποταμού και μακροπρόθεσμα και την ποιότητα των υπογείων υδάτων. Άμεση συνέπεια όμως θα ήταν η απώλεια θέσεων εργασίας και η αδυναμία συγκράτησης του πληθυσμού στην περιοχή, οπότε το οικονομικό και κοινωνικό κόστος αυτών των δράσεων εκτιμάται εξαιρετικά μεγάλο. Άλλωστε, δεν πρέπει να αγνοείται ότι η βιώσιμη ανάπτυξη και, στο πλαίσιο αυτής, η βιώσιμη διαχείριση υδάτινων πόρων εμπεριέχουν και τη βιομηχανική δραστηριότητα στην τοπική περιοχή.
Επίσης, μια «αντισταθμιστική πολιτική» που θα επέτρεπε την διατήρηση της δραστηριότητας ως έχει, με μια απλή πρόβλεψη για αποζημίωση των θιγόμενων ομάδων, θα οδηγούσε σε μακροχρόνιες δικαστικές διαμάχες, και σε επιδείνωση της δημόσιας υγείας, ενώ θα αύξανε τη δυσαρέσκεια των κατοίκων και τις κινητοποιήσεις τους. Τελικά, θα οδηγούσε σε σταδιακή επιδείνωση του υπάρχοντος περιβαλλοντικού προβλήματος στην περιοχή, με συνέπεια την όξυνση των επιπτώσεων στον κοινωνικό και οικονομικό τομέα, οι οποίες μακροπρόθεσμα θα οδηγούσαν στην πλήρη καταστροφή του περιβάλλοντος και θα υποβάθμιζαν την κοινωνική, αλλά και κάθε άλλης μορφής οικονομική δραστηριότητα, οδηγώντας την τοπική κοινωνία σε μαρασμό. Επιπλέον, θα ήταν αντίθετη και με τις υποχρεώσεις προσαρμογής της χώρας μας στο κοινοτικό δίκαιο. Κατά συνέπεια και αυτή η πολιτική πρέπει να απορριφθεί ως μη βιώσιμη.
Με δεδομένο ότι το υδάτινο σύστημα έχει υποστεί σημαντική υποβάθμιση από την ανθρώπινη δραστηριότητα, η άμεση υιοθέτηση μιας πολιτικής πρόληψης και αποτροπής της περαιτέρω επιδείνωσης του περιβαλλοντικού προβλήματος είναι αναγκαία. Στο πλαίσιο της πολιτικής αυτής θα πρέπει να περιλαμβάνονται μέτρα για την εγκατάσταση, τον εκσυγχρονισμό αλλά και την ορθή λειτουργία των μονάδων επεξεργασίας λημμάτων των βιομηχανικών εγκαταστάσεων της περιοχής, ενώ θα πρέπει να γίνεται τακτικός έλεγχος ρύπανσης, στην πηγή, σύμφωνα με τις επιταγές της αρχής της πρόληψης. Επιπλέον, όσον αφορά στην ακολουθούμενη πολιτική αδειοδότησης για διάθεση βιομηχανικών αποβλήτων, αυτή απαιτείται να είναι συμβατή με την οδηγία Πρόληψης και Ελέγχου της Βιομηχανικής Ρύπανσης και την προτεινόμενη οδηγία Πλαίσιο για το Νερό, ενώ κατά την αδειοδότηση χρήσεων, αυτή πρέπει να συνάδει με μια συνετή και ορθολογική χρήση των φυσικών υδατικών πόρων, με βάση τις αρχές της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης, και την αρχή της επανόρθωσης των καταστροφών του περιβάλλοντος, κατά προτεραιότητα, στην πηγή. Ταυτόχρονα, στο πλαίσιο της πολιτικής πρόληψης και της ισόρροπης ανάπτυξης των τομέων παραγωγής, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα που θα ωθήσουν τη γεωργική δραστηριότητα σε φιλοπεριβαλλοντικές μεθόδους.
Για την αποτελεσματική εφαρμογή της πολιτικής πρόληψης είναι απαραίτητη η θεσμοθέτηση των αναγκαίων ελέγχων που θα πιστοποιούν την ορθή λειτουργία των μονάδων, θα αναγνωρίζουν και αντιμετωπίζουν την πλημμελή διαχείριση των υγρών αποβλήτων και θα εξακριβώνουν τη ρύπανση που προκαλείται από τις γεωργικές δραστηριότητες. Η ορθή ενεργοποίηση της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» και ο συστηματικός έλεγχος, εκτιμάται ότι ωθούν τους επιχειρηματίες για τη συμμόρφωσή τους στην προτεινόμενη πολιτική. Ταυτόχρονα εξασφαλίζονται οικονομικοί πόροι για την εφαρμογή των μέτρων προστασίας περιβάλλοντος και για την ενίσχυση των συστημάτων περιβαλλοντικής διαχείρισης.
Η αντιμετώπιση όμως των κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων της ρύπανσης των υδάτων στην περιοχή του Ασωπού, καθώς και η απαίτηση για συμμόρφωση με τις ευρωπαϊκές οδηγίες, καθιστούν αναγκαία και την εφαρμογή πολιτικής «προοδευτικής αποκατάστασης» της λεκάνης απορροής, η οποία οφείλει να ακολουθήσει την επιτυχή εφαρμογή της πολιτικής της πρόληψης. Άλλωστε, μια αποτελεσματική και συνεκτική πολιτική υδάτων θα πρέπει να λάβει υπόψη και την ευαισθησία των υδάτινων οικοσυστημάτων που βρίσκονται κοντά στις θαλάσσιες ακτές στις εκβολές του ποταμού, δεδομένου ότι η ισορροπία τους επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από την ποιότητα των υδάτων της λεκάνης απορροής και κινδυνεύει να διαταραχθεί δραστικά αν διατηρηθεί και δεν βελτιωθεί η σημερινή κατάσταση.
Για το σκοπό αυτό κρίνεται σκόπιμη η εγκατάσταση διεργασιών απορρύπανσης των υδάτινων όγκων, επιφανειακών και υπόγειων, ώστε να αποκατασταθεί η φυσικοχημική και βιολογική ποιότητά τους. Η σύγχρονη τεχνολογία μπορεί να βοηθήσει στον τομέα αυτό με τις νέες μεθόδους κατεργασίας φυσικών ταμιευτήρων που αναπτύσσονται, ενώ οι πόροι για την εγκατάσταση και λειτουργία των διεργασιών μπορούν και πάλι να εξευρεθούν από τη σωστή εφαρμογή και τιμολόγηση των αδειοδοτήσεων χρήσης των υδάτινων πόρων, αλλά και από την ορθή τιμολόγηση των χρηματικών ποινών των μη συμμορφούμενων δραστηριοτήτων. Ταυτόχρονα, πρέπει να θεσμοθετηθεί και να τεθεί σε λειτουργία ελεγκτικός μηχανισμός που θα πιστοποιεί τη βιολογική ποιότητα των επιφανειακών και υπογείων υδάτων της περιοχής, η οποία θα εξετάζει τους κατάλληλους βιολογικούς δείκτες που έχουν θεσμοθετηθεί κατά καιρούς και μπορούν να δώσουν ενιαία εικόνα για την κατάσταση ενός ενδιαιτήματος (habitat), που θα καλύπτει χρονικό εύρος εβδομάδων, ή και μηνών, και δεν θα αποτυπώνει απλά την κατάσταση τη στιγμή της δειγματοληψίας όπως η χημική παρακολούθηση.
Η σταδιακή εφαρμογή του συνδυασμού των δύο τελευταίων πολιτικών, δηλαδή της πρόληψης της περαιτέρω επιδείνωσης και της προοδευτικής αποκατάστασης της λεκάνης απορροής, απαιτεί διαφάνεια στη διαχείριση των υδατικών αποθεμάτων, αδειοδοτήσεις χρήσης μετά από εκπόνηση κατάλληλων μελετών που θα λαμβάνουν υπ’ όψη τους και την κοινωνική και περιβαλλοντική διάσταση, ανάπτυξη επαρκών εργαλείων τιμολόγησης και υιοθέτηση εξονυχιστικών ελέγχων για τη ρύπανση επιφανειακών και υπόγειων νερών από βιομηχανικά, αστικά και γεωργικά απόβλητα. Αναμένεται να βοηθήσει στη συμμόρφωση της χώρας μας με τη στρατηγική βιώσιμης διαχείρισης των υδάτινων πόρων της ευρωπαϊκής ένωσης, όπως αυτή περιγράφεται στις οδηγίες 2000/60 και 2008/32, αλλά και να συμβάλει στην αειφόρο ανάπτυξη της περιοχής του Ασωπού, εξασφαλίζοντας την αγαστή συνεργασία όλων των παραγόντων των τριών πυλώνων της αειφορίας.
Για να στεφθεί όμως με επιτυχία η εφαρμογή των πολιτικών αυτών, είναι αναγκαία η σωστή πληροφόρηση του κοινού και η μετάβαση σε μια κοινωνία της γνώσης, αλλά και η ενεργοποίηση και συμμετοχή των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων που αφορούν στους ίδιους και τις κοινότητες στις οποίες ζουν και εργάζονται.

15.10.09

Η επικινδυνότητα του χρωμίου

Η τοξικότητα ορισμένων μορφών του χρωμίου έχει αναγνωρισθεί εδώ και πολλά χρόνια. Το τρισθενές χρώμιο [Cr(ΙΙΙ)] δεν θεωρείται απειλητικό ως προς την υγεία [1] στις συγκεντρώσεις στις οποίες απαντάται στα φυσικά υδατικά συστήματα, αντιθέτως, σε αυτά τα επίπεδα, αποτελεί ένα από τα θρεπτικά στοιχεία της ανθρώπινης διατροφής. Το εξασθενές όμως χρώμιο [Cr(VI)], το οποίο συνήθως απαντάται με τη μορφή οξυανιόντων [CrO4(-), Cr2O7(-2)], έχει αποδειχθεί υψηλά τοξική και καρκινογόνος ουσία [2]. Εδώ και καιρό, για την προστασία της δημόσιας υγείας, έχουν παγκοσμίως θεσπισθεί ανώτερα όρια συγκεντρώσεων του εξασθενούς χρωμίου για το πόσιμο νερό. Συγκεκριμένα, ο διεθνής οργανισμός υγείας έχει προτείνει ως ανώτατη επιτρεπτή συγκέντρωση του εξασθενούς χρωμίου στο πόσιμο νερό τα 0,05mg/l, αν και πλέον θεωρείται πως οι συγκεντρώσεις του δεν πρέπει να ξεπερνούν τα 2μg/l.
Ένα επιπλέον πρόβλημα ανακύπτει κατά τις διαδικασίες καθαρισμού του πόσιμου νερού, στα δίκτυα διανομής. Το τρισθενές χρώμιο μπορεί να οξειδωθεί σε εξασθενές κατά τη χλωρίωση του νερού, η οποία έχει στόχο την απολύμανσή του από παθογόνους μικροοργανισμούς. Οι ρυθμοί οξείδωσής του μπορεί να είναι πολύ υψηλοί, εξαρτώμενοι πάντα από την οξύτητα του χλωριωμένου διαλύματος [3,4,5]. Έχει αποδειχθεί πως το Cr(III) οξειδώνεται ταχύτατα σε Cr(VI) σε τιμές του pH μεταξύ 6 και 7. Συνεπώς, τα ιόντα τρισθενούς χρωμίου που περιέχονται στο πόσιμο νερό είναι πιθανό να οξειδωθούν και να δημιουργήσουν τοξικά εξασθενή ιόντα κατά τις διαδικασίες καθαρισμού του. Συνυπολογίζοντας όλα τα παραπάνω, η επιστημονική κοινότητα καταβάλει σημαντική προσπάθεια στο σχεδιασμό μεθόδων και διεργασιών που θα εξασφαλίσουν την ελάττωση των συγκεντρώσεων όλων των μορφών χρωμίου των βιομηχανικών αποβλήτων, τα οποία αποτελούν την κύρια πηγή εκλυόμενου στο περιβάλλον χρωμίου, καθώς και την ελάττωση της συνολικής πλέον συγκεντρώσεώς του {[Cr(III)]+[Cr(VI)]} σε τιμές χαμηλότερες των 2μg/l στο πόσιμο νερό.
Στη σημερινή πραγματικότητα, και παρότι τα ανωτέρω αναγνωρίζονται από το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας, υπάρχουν ακόμα εγκαταστάσεις οι οποίες δεν φροντίζουν να εξασφαλίσουν την συμμόρφωση των αποβλήτων τους με τις προαναφερθείσες τιμές. Στην πράξη μάλιστα, οι περισσότερες αυτών, για να αποφύγουν το κόστος καθαρισμού τους, συσσωρεύουν και θάβουν τα απόβλητά τους, ρυπαίνοντας και το χώμα αλλά και τον υδροφόρο ορίζοντα, είτε γειτονικών περιοχών, είτε πιο απομακρυσμένων. Σχεδόν όλος ο κόσμος έμαθε για την Erin Brockovich από την ομώνυμη ταινία, αλλά συνεχίζει να ζει ανυποψίαστος, ενώ το σενάριο της ταινίας επαναλαμβάνεται καθημερινά γύρω του. Νότια Καλιφόρνια, Ασωπός, Βοιωτία, Εύβοια, Αδριατική/Ιόνιο, Αφρικανικές χώρες και ποιος ξέρει πόσες ακόμα «χωματερές» τοξικών αποβλήτων πρόκειται να ανακαλυφθούν.
Μιλώντας φυσικά για τροφική αλυσίδα, το χρώμιο δεν εισέρχεται στον ανθρώπινο οργανισμό μόνο μέσω του πόσιμου νερού, αλλά και από το σύνολο των τροφών. Έτσι λοιπόν η αυξημένη συγκέντρωσή του στο χώμα, ή και στο ποτιστικό νερό, το εισάγει στα φρούτα και λαχανικά, εν συνεχεία στα ζώα. Η απόρριψη αποβλήτων στη θάλασσα το εισάγει στα ψάρια. Τελικά, νομοτελειακά θα φτάσει στον ανθρώπινο οργανισμό.
Ο σεβασμός προς το περιβάλλον δεν αποτελεί πλέον θέμα κόστους, αλλά απαίτηση για τη βιωσιμότητα του οικοσυστήματος, του ίδιου του ανθρώπου.

[1] Vincent J.B, “The Biochemistry of Chromium”, Jour. Of Nutrition, (2000)139:715-718
[2] Kimbrough D.E., “A review of the Carcinogenicity of Chromate in Drinking Water”, Proc. Of AWWA Annual Conference, Denver, Colo.:AWWA
[3] Toyama K., Osuga K. and Maruyama S., “On the Formation of Hexavalent Chromium from Chlorine Residue”, Niigata Rikagaku, (1978)4:38-39
[4] Ulmer N.S., “Effect of Chlorination on Chromium Speciation in Tap Water”, USEPA, (1986) EPA/600/M-86/015
[5] Clifford D. and Man Chau J., “The fate of Chromium (III) in Chlorinated Water”, (1987) EPA/600/2-87/100 Washington, D.C.: U.S. Environmental Protection Agency

31.7.09

Η ανθρωπογενής συνεισφορά στην πλανητική υπερθέρμανση

Η τροπόσφαιρα αποτελεί το χαμηλότερο τμήμα της ατμόσφαιρας, με πάχος περίπου δέκα έως δεκαπέντε χιλιόμετρα. Σε αυτή εμπεριέχονται αέρια που ονομάζονται «αέρια του θερμοκηπίου». Καθώς η ηλιακή ακτινοβολία φτάνει στη γη, ένα τμήμα της μετατρέπεται σε θερμότητα η οποία απορροφάται από τα αέρια αυτά και παγιδεύεται κοντά στο έδαφος. Με τον τρόπο αυτό η επιφάνεια της γης ζεσταίνεται, και διατηρείται θερμή, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους πλανήτες οι οποίοι παρουσιάζουν ακραίες διακυμάνσεις θερμοκρασίας.
Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται «φαινόμενο του θερμοκηπίου» και η ύπαρξη και λειτουργία του έχει διαπιστωθεί και διερευνηθεί πειραματικά εδώ και αιώνες. Η ζωή όπως τη γνωρίζουμε υπάρχει μόνο εξαιτίας αυτού του φυσικού φαινόμενου του θερμοκηπίου, καθώς η λειτουργία του ουσιαστικά ρυθμίζει την θερμοκρασία της επιφάνειας της γης και κατ επέκταση της βιόσφαιρας. Χωρίς το φαινόμενο του θερμοκηπίου, η επιφάνεια της γης θα ήταν μόνιμα καλυμμένη με πάγο. Το ποσό της θερμότητας που παγιδεύεται στην τροπόσφαιρα καθορίζει την θερμοκρασία της επιφάνειας της γης. Το ποσό αυτό καθορίζεται από τις συγκεντρώσεις των αερίων του θερμοκηπίου σε αυτή, καθώς και τον χρόνο παραμονής των αερίων αυτών σε αυτή. Τα πιο σημαντικά αέρια του θερμοκηπίου είναι το διοξείδιο του άνθρακα, οι χλωρο-φθορ-άνθρακες τα οξείδια του αζώτου και το μεθάνιο.
Λόγω των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, το ποσό του διοξειδίου του άνθρακα που εκλύεται στην ατμόσφαιρα αυξάνει σημαντικά (με γεωμετρική πρόοδο) τα τελευταία 160 χρόνια. Έτσι, ο ρυθμός έκλυσης του διοξειδίου του άνθρακα ξεπέρασε τον φυσικό ρυθμό δέσμευσής από τη βιομάζα (φωτοσύνθεση), τους ωκεανούς (διάλυση – ένα καθόλου «ανώδυνο» για τη ζωή φαινόμενο) ή άλλες καταβόθρες. ‘Έτσι, αφού η εκλυόμενη ποσότητα δεν απομακρύνεται όλη από την ατμόσφαιρα, μοιραία το διοξείδιο του άνθρακα συσσωρεύεται σε αυτή, αυξάνοντας τις συγκεντρώσεις του και το χρόνο παραμονής του.
Η συγκέντρωση του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα αυξήθηκε από 280ppm το έτος 1850 σε 386ppm το 2009 (ποσοστό αύξησης 37,8%), κυρίως λόγω των ανθρώπινων δραστηριοτήτων κατά τη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης του 1850 και στα μετέπειτα χρόνια. Έτσι, το ποσό του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα αυξάνει κυρίως λόγω της καύσης των ορυκτών καυσίμων της παραγωγής τσιμέντου και της αποψίλωσης και αποτέφρωσης μεγάλων δασικών εκτάσεων. Περίπου το 35% της σημερινής συγκέντρωσης του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα οφείλεται σε αυτές ακριβώς τις δραστηριότητες, ενώ με βάση τις γεωλογικές δραστηριότητες θεωρείται πως μόνο μια μικρή μεταβολή της ποσότητάς του θα είχε συντελεστεί με φυσικό τρόπο μέσα στην αναφερόμενη χρονική περίοδο (1850-2009).
Το γεγονός αυτό έχει δημιουργήσει ένα σοβαρό περιβαλλοντικό πρόβλημα: η ποσότητα των αερίων του θερμοκηπίου αυξήθηκε δραματικά, με αποτέλεσμα την αύξηση της ποσότητας της θερμότητας που παγιδεύεται από την ηλιακή ακτινοβολία στην τροπόσφαιρα και κατά συνέπεια την αύξηση της θερμοκρασίας της τροπόσφαιρας και κατ’ επέκταση της βιόσφαιρας. Η αύξηση αυτή οδηγεί με πολλούς τρόπους σε κλιματική αλλαγή. Έτσι, η μη-φυσική έκλυση των αερίων του θερμοκηπίου οδηγεί στην ανθρωπογενή «πλανητική υπερθέρμανση». Σήμερα θεωρείται πως η υπερθέρμανση αυτή προκαλεί αύξηση της έντασης των καταιγίδων, τήξη των παγόβουνων στις αρκτικές περιοχές και αύξηση της μέσης στάθμης της θάλασσας με άμεση συνέπεια τις πλημμύρες. Ταυτόχρονα με την κλιματική αλλαγή, η συνεχιζόμενη αύξηση εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα έχει αποδειχθεί πως συμβάλει στην αύξηση της οξύτητας των ωκεανών, λόγω ακριβώς της διάλυσης και αποθήκευσής του σε αυτούς, θέτοντας σε κίνδυνο τη θαλάσσια ζωή του πλανήτη.
Το 1896 ο Svante Arrhenius ήταν ο πρώτος που προέβλεψε, στη δημοσιευμένη μελέτη του On the influence of carbonic acid in the air upon the temperature of the ground, πως η έκλυση διοξειδίου του άνθρακα λόγω της καύσης ορυκτών καυσίμων θα δημιουργούσε πλανητική υπερθέρμανση. Σήμερα έχει υπολογισθεί από το σύνολο των ανθρώπινων δραστηριοτήτων πως κατά την καύση των ορυκτών καυσίμων για παραγωγή ενέργειας παράγεται το 70-75% των εκλυόμενων ποσοτήτων διοξειδίου του άνθρακα. Το υπόλοιπο 20-25% του αυξημένου ρυθμού έκλυσης οφείλεται στην αποψίλωση των δασών και στις εκπομπές από τις εξατμίσεις των μεταφορικών μέσων. Το μεγαλύτερο μέρος των εκπομπών αυτών παράγεται στις ανεπτυγμένες χώρες (Ηνωμένες πολιτείες πρώτες και ακολουθούν οι Ευρωπαϊκές χώρες), αν και σήμερα αυξάνει ραγδαία η συνεισφορά και από τις αναπτυσσόμενες χώρες, με πρώτη την Κίνα. Κατά τον αιώνα που διανύουμε, με τους ρυθμούς ανάπτυξης που παρουσιάζονται, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα αναμένεται να διπλασιαστούν, συνεισφέροντας ακόμα περισσότερο στην αύξηση της θερμοκρασίας και δημιουργώντας έτσι πληθώρα προβλημάτων (αύξηση της έντασης των καιρικών φαινομένων, εξαφάνιση ειδών, ελάττωση των διαθέσιμων ποσοτήτων πόσιμου νερού, ερημοποίηση, εξαφάνιση γεωγραφικών περιοχών, περιβαλλοντική μετανάστευση κα.).
Έτσι, μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα τον 21ο αιώνα είναι η μείωση της εκλυόμενης ποσότητας του διοξειδίου του άνθρακα με στόχο την ελάττωση της επίδρασης των βιομηχανικών δραστηριοτήτων του ανθρώπου στο περιβάλλον, καθώς και τον περιορισμό του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής αλλά και άλλων άμεσων περιβαλλοντικών προβλημάτων, όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση από τα οξείδια του αζώτου. Οι στόχοι που έχουν τεθεί από τον οργανισμό ηνωμένων εθνών στα πλαίσια του συνεδρίου για τον περιορισμό της κλιματικής αλλαγής, για τη σταθεροποίηση των ανθρωπογενών εκλύσεων των αερίων του θερμοκηπίου, απαιτούν ουσιαστικά μεγάλη μείωση της εκλυόμενης ποσότητάς τους. Για το σκοπό αυτό, η τεχνολογία δέσμευσης και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα πρέπει να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμό με άλλες περιοριστικές δράσεις (για παράδειγμα την υιοθέτηση ανανεώσιμων καυσίμων, την αύξηση της ενεργειακής απόδοσης και τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας) ώστε να επιτευχθεί ο επιθυμητός στόχος ελάττωσης της εκλυόμενης ποσότητας των αερίων του θερμοκηπίου.
Οι περισσότερες βιομηχανικές διεργασίες, καθώς και πολλές άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες, απελευθερώνουν στην ατμόσφαιρα διοξείδιο του άνθρακα λόγω του ότι προϋποθέτουν ή συμπεριλαμβάνουν κάποια μονάδα παραγωγής ενέργειας, ή εμπεριέχουν κάποια άλλη μορφή οξείδωσης οργανικών υλικών. Σχεδόν το ένα τρίτο της έκλυσης του διοξειδίου του άνθρακα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων προέρχεται από τα ορυκτά καύσιμα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρισμού. Κάθε εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας εκλύει ετησίων αρκετά εκατομμύρια τόνους διοξειδίου. Ταυτόχρονα, κι άλλες βιομηχανίες (διυλιστήρια, τσιμεντοποιείες και βιομηχανίες παραγωγής σίδηρου και ατσαλιού) εκπέμπουν μεγάλες ποσότητες του αερίου αυτού.
Υπάρχουν αρκετοί τρόποι ελάττωσης των εκλύσεων του διοξειδίου του άνθρακα, όπως για παράδειγμα η αύξηση της ενεργειακής απόδοσης των εργοστασίων παραγωγής ενέργειας καθώς και η χρήση φυσικού αερίου αντί των λιγνιτικών καυσίμων. Τα προβλεπτικά μοντέλα όμως υποδεικνύουν πως αυτές οι λύσεις από μόνες τους δεν μπορούν να επιτύχουν την απαιτούμενη ελάττωση σε εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, ώστε να εκμηδενισθεί η ανθρωπογενής συνεισφορά στις κλιματικές μεταβολές. Ταυτόχρονη όμως υιοθέτηση διεργασιών δέσμευσης και αποθήκευσης του διοξειδίου θα μπορούσε να συμβάλει σημαντικά στην ελάττωση των ανθρωπογενών επιπτώσεων, χωρίς να απαιτεί ιδιαίτερες μεταβολές στις ήδη υπάρχουσες βιομηχανικές μονάδες. Οι υπόλοιπες πηγές εκπομπών, όπως οι μεταφορές και τα οικιακά κτίρια, δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν με τον ίδιο τρόπο μιας και αποτελούν στην πράξη ένα μεγάλο πλήθος από μικρές σημειακές εστίες έκλυσης, με υψηλή διασπορά.
Τελικά, η παγκόσμια ενεργειακή οικονομία οφείλει να περιορισθεί στη χρήση μη ορυκτών πηγών ενέργειας, ώστε να εξασφαλίσει την διατήρηση του φυσικού κύκλου του άνθρακα. Η απανθρακοποίηση των αέριων εκπομπών μέσω της δέσμευσης και αποθήκευσης του διοξειδίου του άνθρακα, θα μπορούσε να συμβάλλει σημαντικά στη μετάβαση σε ένα ενεργειακό σύστημα απαλλαγμένο από τον ορυκτό άνθρακα. Ήδη, μεγάλο μέρος των χημικών και πετρελαϊκών βιομηχανιών χρησιμοποιεί διεργασίες για να δεσμεύει το εκλυόμενο διοξείδιο του άνθρακα. Ταυτόχρονα, αρκετές βιομηχανίες τροφίμων χρησιμοποιούν διοξείδιο του άνθρακα το οποίο δεσμεύεται από τις καμινάδες εκπομπών των εγκαταστάσεων παραγωγής ενέργειας. Με αυτόν τον τρόπο δεσμεύεται τελικά μόνο ένα μικρό ποσοστό εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου. Αν προσπαθούσαμε για παράδειγμα να δεσμεύσουμε το 75% των εκπομπών ενός σταθμού παραγωγής ενέργειας, με τα σημερινά δεδομένα θα απαιτούνταν εξοπλισμός δέκα φορές μεγαλύτερος σε όγκο και κόστος.
Ταυτόχρονα, ακόμα και αν δεσμεύαμε όλο το εκλυόμενο διοξείδιο του άνθρακα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, θα έπρεπε να βρούμε έναν τρόπο να το αποθηκεύσουμε για χιλιάδες χρόνια και με ασφαλή τρόπο, ώστε να μην καταλήξει τελικά κάποια στιγμή στην ατμόσφαιρα. Στο υπέδαφος και στους ωκεανούς έχουν ήδη ανακαλυφθεί πιθανοί αποθηκευτικοί χώροι ικανοποιητικού μεγέθους και γίνεται μεγάλη προσπάθεια να αναπτυχθούν μέθοδοι ικανές να εξασφαλίσουν την μακροχρόνια αποθήκευση του διοξειδίου σε αυτούς. Αυτή τη στιγμή η κύρια προτεραιότητα της ερευνητικής δραστηριότητας που αφορά στην ανάπτυξη των διεργασιών δέσμευσης του διοξειδίου είναι η ελάττωση του κόστους εφαρμογής τους, ενώ για τις διεργασίες αποθήκευσης την κύρια προτεραιότητα αποτελεί η εξασφάλιση της μακροχρόνιας, αξιόπιστης και ασφαλούς διατήρησης του αερίου στους αποθηκευτικούς χώρους. Η εξασφάλιση μηδαμινών απωλειών από αυτούς προς το περιβάλλον αποτελεί το μεγαλύτερο προς επίλυση πρόβλημα. Το γεγονός πως διοξείδιο του άνθρακα υπήρξε ούτως ή άλλως αποθηκευμένο σε κοιλότητες στη φύση, για μεγάλες γεωλογικές περιόδους, ενισχύει την αξιοπιστία αυτών των μεθόδων αποθήκευσης.
Ταυτόχρονα με την αποθήκευση σε φυσικές κοιλότητες ή σε ορυκτά υλικά, το διοξείδιο μπορεί να δεσμευθεί και να αποθηκευτεί μέσω της φωτοσύνθεσης των φυτικών οργανισμών. Τα φύκη είναι τα ταχύτερα αναπτυσσόμενα φυτά στον κόσμο μας. Όπως όλοι οι φυτικοί οργανισμοί, μέσω της φωτοσύνθεσης δεσμεύουν το ηλιακό φώς και το διοξείδιο του άνθρακα, παράγοντας υψηλής αξίας προϊόντα. Η ενέργεια αποθηκεύεται στο εσωτερικών των κυτταρικών σχηματισμών με την μορφή λιπιδίων και υδατανθράκων. Η παραγόμενη βιομάζα μπορεί εύκολα να μετασχηματιστεί σε καύσιμη αιθανόλη ή βιοντίζελ. Ταυτόχρονα, τα άλγη μπορούν να αποτελέσουν συστατικό ζωοτροφών, ή ακόμα και να χρησιμοποιηθούν ως φυσικά εδαφοβελτιωτικά, ελαττώνοντας την εξάρτηση της γεωργίας από τα χημικά λιπάσματα.
Έτσι, η δέσμευση σε φύκη του διοξειδίου του άνθρακα που παράγεται στις βιομηχανικές διαδικασίες παραγωγής ενέργειας, θα μπορούσε να συνεισφέρει και στο μεταβατικό στάδιο της αποδέσμευσης της ανθρωπότητας από τα ορυκτά καύσιμα, αφού θα μπορούσε να συνεισφέρει σημαντικά στην παραγωγή βιοκαυσίμων, αλλά και στην παραγωγή φυσικών εδαφοβελτιωτικών, μέσω των οποίων θα μπορούσε να περιορισθεί το φαινόμενο της ερημοποίησης χωρίς τη χρήση χημικών και βιομηχανικών λιπασμάτων.
Οι προαναφερθείσες δράσεις στοχεύουν, όπως αναφέρθηκε, στη σταθεροποίηση των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα, ώστε να περιορισθούν στη σημερινή τους έκταση οι κλιματικές αλλαγές και να μην ενισχυθούν. Το όλο εγχείρημα όμως προϋποθέτει ταυτόχρονα και τη σταθεροποίηση της παραγωγής, αλλά και της ζήτησης ενέργειας, στα σημερινά επίπεδα. Η συνεχής όμως αύξηση των δύο τελευταίων μεγεθών, ώστε να καλυφθούν οι συνεχώς αυξανόμενες αναπτυξιακές ανάγκες της ανθρωπότητας, καθιστά στην πράξη αδύνατη την εφαρμογή του σχεδίου δέσμευσης του παραγόμενου διοξειδίου αλλά και μετατροπής της παγκόσμιας ενεργειακής οικονομίας σε μια οικονομία πλήρως απεξαρτημένη από ορυκτά καύσιμα και εξαρτώμενη μόνο από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας οι οποίες σέβονται τον κύκλο του άνθρακα και παρουσιάζουν μηδενική επίδραση στους «ρυθμούς λειτουργίας» του φυσικού περιβάλλοντος. Έτσι, η ανθρωπότητα θα μπορούσε να σταθεροποιήσει το περιβάλλον αν και μόνο αν, κατά τη μεταβατική περίοδο απεξάρτησης από ορυκτά καύσιμα, περιόριζε και την κατανάλωση ενέργειας στο ρυθμό που αυτή μπορεί να παραχθεί μέσω των ανανεώσιμων πηγών. Αξίζει να τονισθεί πως ως ανανεώσιμες πηγές δεν θεωρούνται μόνο όσες χρησιμοποιούν την ηλιακή ενέργεια και τις παράγωγες αυτής ενέργειες στη βιόσφαιρα (αιολική, θαλάσσια κύματα). Τα βιοκαύσιμα αποτελούν και αυτά ανανεώσιμη πηγή μιας και στην πράξη η παραγόμενη βιομάζα αποτελεί ουσιαστικά αποθήκη της ηλιακής ενέργειας και λόγω της συνεχής παραγωγής και αποσύνθεσης / καύσης της ως μέρος του κλειστού κύκλου του άνθρακα της βιόσφαιρας, δεν δημιουργεί ρυθμούς συσσώρευσης του διοξειδίου του άνθρακα και των άλλων συστατικών της στην τροπόσφαιρα του πλανήτη και συνεπώς τα αέρια της βιομάζας (ζωϊκής και φυτικής) δε συνεισφέρουν στη συσσώρευση και αύξηση της συγκέντρωσης των αερίων του θερμοκηπίου.
Έτσι, πέραν της πρόκλησης ελάττωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, ώστε να σταθεροποιηθεί η συγκέντρωση του στην τροπόσφαιρα και να εκμηδενισθεί η ανθρωπογενής επίδραση στο περιβάλλον, η ανθρωπότητα βρίσκεται σήμερα μπροστά σε μια ακόμα μεγαλύτερη πρόκληση, την οποία μέχρι στιγμής δεν δείχνει να λαμβάνει υπ’ όψη της: Την ελάττωση της κατανάλωσης ενέργειας σε βιώσιμα επίπεδα, ώστε αυτή να μπορεί να υποστηριχθεί μέσω διεργασιών που σέβονται τους κύκλους της φύσης. Μόνο τότε μπορεί στην πράξη να εκμηδενισθεί η ανθρώπινη επίδραση στο περιβάλλον.

16.2.09

Ρυθμοί, η σύγχρονη δαμόκλειος σπάθη.

Λέγεται, και μεγάλη διαμάχη υπάρχει γύρω από αυτό, πως το διοξείδιο του άνθρακα ευθύνεται για το φαινόμενο του θερμοκηπίου και κατ’ επέκταση για τις κλιματικές αλλαγές. Η διαμάχη φυσικά δεν κινείται γύρω απ’ τους μηχανισμούς που ισχύουν και που καθιστούν το διοξείδιο υπεύθυνο ή όχι για το φαινόμενο αυτό, αλλά περιορίζεται σε μια απλή ανάλυση της «υφιστάμενης κατάστασης» ανά τους αιώνες, ώστε να αποδειχθεί το κατά πόσο η «βιομηχανική πρόοδος» συνεισφέρει στην έκλυση του διοξειδίου, παρότι στην βάση της συζήτησης έχει ήδη γίνει αποδεκτό πως σήμερα τα επίπεδα του διοξειδίου είναι πολύ υψηλά και αυξάνουν με ραγδαίους ρυθμούς.
Μέσα σε όλον αυτό τον κυκεώνα «πληροφόρησης», πόσοι από τους πολίτες της γης γνωρίζουν μια άλλη θανατηφόρα επίπτωση του διοξειδίου του άνθρακα; Όπως κάθε αέριο, το διοξείδιο του άνθρακα διαλύεται μέσα στο νερό των ωκεανών μέχρι να αποκατασταθεί η θερμοδυναμική ισορροπία ανάμεσα στο διαλυμένο μόριο και αυτό που βρίσκεται ελεύθερο στην αέρια φάση, στην ατμόσφαιρα της γης. Η αύξηση της συγκέντρωσης του διοξειδίου στην ατμόσφαιρα οδηγεί στην αύξηση της διαλυμένης ποσότητας του διοξειδίου του άνθρακα στο νερό των θαλασσών μας. Το φαινόμενο όμως δε σταματάει εδώ. Το διαλυμένο στο νερό μόριο του διοξειδίου συμμετέχει στις αμφίδρομες αντιδράσεις παραγωγής ανθρακικού και ανθρακώδους οξέως και η αυξημένη συγκέντρωση των «αντιδρώντων» μετατοπίζει την ισορροπία της αντίδρασης οδηγώντας σε αυξημένες συγκεντρώσεις των παραγώγων οξέων στους ωκεανούς. Με λίγα λόγια η οξύτητα των ωκεανών αυξάνει και οι ρυθμοί αύξησής της καθορίζονται από τους ρυθμούς έκλυσης διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα της γης.
Τα επίπεδα του διοξειδίου του άνθρακα στον πλανήτη δεν ήταν ποτέ σταθερά. Αυτό είναι γεγονός. Μεταβαλλόταν πάντα γύρω από μια θέση ισορροπίας, ή άλλαζαν ριζικά, αλλά όχι σημαντικά, κατά τη διάρκεια φυσικών καταστροφών, είτε θετικά (εκρήξεις ηφαιστείων), είτε αρνητικά (καταποντισμοί μεγάλων ποσοτήτων οργανικών ενώσεων σε μεγάλα βάθη). Ύστερα από αρκετό καιρό αποκαταστάθηκε μια δυναμική ισορροπία συγκέντρωσης διοξειδίου στην οποία στηρίζεται το παρόν οικοσύστημα όπως το γνωρίζουμε και η οποία στηρίζεται, όπως και κάθε ισορροπία στη φύση, στην διατήρηση του κύκλου ζωής των στοιχείων που μετέχουν σε αυτή. Επιγραμματικά, παραβλέποντας τις φυσικές καταστροφές, το διοξείδιο του άνθρακα που παράγεται κατά την διεργασία της αναπνοής των οργανισμών και της οξείδωσης των οργανικών ουσιών, είτε φυσικής, είτε εξαναγκασμένης (καύση), ισούται με αυτό που καταναλώνεται από τους φυτικούς οργανισμούς κατά τη διεργασία της φωτοσύνθεσης. Το γεγονός αυτό είναι αληθές, αφού όλη η οργανική ύλη των αναπνεόντων οργανισμών (φυτών, ζώων) αλλά και όλη η οργανική ύλη που αποσυντίθεται ή καίγεται στο εσωτερικό της βιόσφαιρας, ενός κλειστού ως προς την ύλη συστήματος, παράγεται μόνο μέσα από τη φωτοσύνθεση, και συνεπώς καταναλώνοντας διοξείδιο του άνθρακα, και «μετακυλύεται» στους υπόλοιπους οργανισμούς μέσω της τροφικής αλυσίδας. Με τον τρόπο αυτό, το ισοζύγιο μάζας του διοξειδίου κλείνει, όχι ανά πάσα χρονική στιγμή, αλλά μέσα σε κάθε κύκλο της φύσης. Αυτό ακριβώς είναι και το νόημα της ταλαντευόμενης κόκκινης γραμμής της γραφικής παράστασης που αποτυπώνει την ραγδαία αύξηση των επιπέδων του διοξειδίου στις τελευταίες δεκαετίες.
Στην αύξηση αυτή πολλοί παράγοντες μπορεί να συντελούν. Αυτό είναι απόλυτα λογικό μέσα σε ένα πολυπαραγοντικό και μη διευκρινισμένο πλήρως οικοσύστημα όπως η βιόσφαιρά μας. Αυτό όμως που είναι απόλυτα σίγουρο είναι πως από την μαζικοποίηση της χρήσης του πετρελαίου και των υπόλοιπων ορυκτών καυσίμων στις διαδικασίες παραγωγής ενέργειας, είτε κεντρικά, είτε τοπικά, ο άνθρωπος διατάραξε το ισοζύγιο μάζας του στοιχείου του άνθρακα στη βιόσφαιρα. Ο κύκλος του στοιχείου έπαψε να κλείνει ανά ετήσια βάση και το δυναμικό πλέον ισοζύγιο που περιγράφεται σχηματικά από την προσθήκη των ορυκτών καυσίμων στον κύκλο της σύγχρονης πραγματικότητας παρουσιάζει έναν ρυθμό συσσώρευσης ο οποίος οδηγεί στην αύξηση της συγκέντρωσης του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, αφού πλέον οδηγούνται προς καύση και ουσίες οι οποίες δεν συμμετέχουν στον παροντικό κύκλο ζωής της βιόσφαιρας. Αυτό συμβαίνει γιατί ενώ ο προαναφερθείς κύκλος έκλεινε σε ετήσια βάση, αυτό που δεν φαίνεται στο σχήμα του σύγχρονου κύκλου του άνθρακα είναι πως για να «κλείσει» αυτός, απαιτούνται δισεκατομμύρια χρόνια και πως ο ρυθμός συσσώρευσης που δημιουργείται λόγω της καύσης των ορυκτών καυσίμων ουσιαστικά «κλείνει» τον κύκλο που επιστρέφει τη βιόσφαιρα σε καταστάσεις προ εκατομμυρίων αιώνων, προ της αποκατάστασης της ισορροπίας που επέτρεψε την εγκυμόνηση της «παρούσας ζωής» στον πλανήτη.
Αφήνοντας κατά μέρος όμως τη συγκέντρωση του μορίου στην ατμόσφαιρα, ας επικεντρωθούμε στα αποτελέσματα στους ωκεανούς. Οι χαμηλού ρυθμού μεταβολές της συγκέντρωσης του διοξειδίου κατά το σύνολο της γνωστής ιστορίας του κόσμου μας οδηγούσαν σε χαμηλού ρυθμού μεταβολές του pH των θαλασσών μας, με αποτέλεσμα αυτές να μπορούν να «απορροφηθούν» από τη φύση και οι οργανισμοί των θαλασσών να προσαρμόζονται ομαλά. Η προσαρμογή αυτή ήταν αποτέλεσμα αυτών ακριβώς των χαμηλών ρυθμών μεταβολής. Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η κλίση της ευθείας που παρουσιάζει το διάγραμμα αύξησης του διοξειδίου του άνθρακα είναι υπερβολικά μεγάλη, καταγράφοντας ουσιαστικά τη ραγδαία αύξηση του διοξειδίου στην ατμόσφαιρα. Όντως διακυμάνσεις της συγκέντρωσης υπήρχαν πάντα, αλλά μια τέτοια κλίση οπτικοποιείται μόνο αν τυπωθούν μερικές χιλιετίες στο διάγραμμα, όχι μόνο ένας αιώνας όπως φαίνεται στην γραφική παράσταση που αποτυπώνει τον τελευταίο αιώνα ιστορίας της γης.
Ο έντονος αυτός ρυθμός αύξησης οδηγεί σε γρήγορη αύξηση της οξύτητας των θαλασσών μας, με ταχύτητες τις οποίες η φύση δεν μπορεί να ακολουθήσει και να προσαρμοστεί. Επιπλέον, σε περίπτωση που η όξυνση των νερών περάσει ένα μέγιστο όριο, η θαλάσσια ζωή θα αρχίσει να καταρρέει. Ξεκινώντας από τους κοραλλιογενείς υφάλους που δεν θα μπορούν να χτίσουν το σκελετό τους, αφού οι χαμηλές τιμές του pH δε θα επιτρέπει την χρήση των αλάτων τους ως δομικό υλικό. Στη συνέχεια περνώντας στο φυτοπλαγκτό, το οποίο αποδεικνύεται υπερευαίσθητο και ευπαθές στην οξύτητα του υδατικού του περιβάλλοντος. Άμεση συνέπεια θα είναι ο περιορισμός τροφής των θαλασσίων οργανισμών και ο περιορισμός της παραγωγής οξυγόνου. Μετά τη διατάραξη της ισορροπίας, η απομάκρυνσή μας από την βιώσιμη κατάσταση θα συντελείται με γεωμετρικά αυξανόμενους ρυθμούς. Οι ωκεανοί θα πεθάνουν και η στεριά θ’ ακολουθήσει. Συνέβη και παλιότερα, πριν από εκατομμύρια χρόνια, όταν η ζωή στην θάλασσα καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς και στην συνέχεια ακολούθησε ένας επίσης «ολοκληρωτικός» αφανισμός, σε ποσοστό πάνω από 90%, της ζωής στην ξηρά.
Οι καταστροφές αυτές δεν θα συμβούν βέβαια αύριο. Πιθανότατα ούτε σε εκατό ή χίλια χρόνια, παρότι η διαβίωση στο πλανήτη θα συνεχίσει να δυσκολεύει και είναι άγνωστο πότε θα γίνει «αβίωτη» - αυτό μπορεί να συμβεί πολύ σύντομα. Αλλά κάποια στιγμή θα συμβούν με μαθηματική ακρίβεια. Όπως ακριβώς η Μεσόγειος θα ξαναγίνει έρημος όταν κλείσει το στενό του γιβλαρτάρ λόγω κίνησης των πλακών και θα ξαναγίνει θάλασσα όταν θα κατακρημνιστεί εκ νέου αυτή η φραγή. Όπως έχει ξαναγίνει πολλές φορές στο παρελθόν. Ακριβώς έτσι είναι: Η τόσο «σταθερή παράμετρος αναφοράς» της ιστορίας του ανθρώπινου γένους που έθρεψε και άνδρωσε τον σημερινό πολιτισμό, η μεσόγειος θάλασσα, στην πραγματικότητα είναι μια εντελώς ασταθής και υπερευαίσθητη λεκάνη ύδατος. Και το να τοποθετεί ο άνθρωπος εαυτόν σε θέση θεού που νομίζει πως μπορεί να ορίσει το φυσικό περιβάλλον, με την έκταση και την ισχύ που στην ουσία αυτό διαθέτει, δεν αποτελεί τίποτε παραπάνω από αλαζονεία.
Πριν καταλήξουμε λοιπόν στο συμπέρασμα της κλιματικής αλλαγής, ας συμφωνήσουμε τουλάχιστον να ελαττώσουμε τους ρυθμούς μας. Διότι οι υπέρμετροι ρυθμοί της σύγχρονης πραγματικότητας είναι αυτοί που στην ουσία οδηγούν τη φύση σε ραγδαία απώλεια της ισορροπίας της. Εμείς οι άνθρωποι το ονομάζουμε «αντίδραση» και εκνευριζόμαστε που «η φύση αντιδρά», αλλά στην ουσία δεν είναι αντίδραση. Είναι απλά η κίνηση όλων των υπόλοιπων παραμέτρων του φυσικού συστήματος, πέραν όσων επηρεάζουμε ηθελημένα, προς αποκατάσταση μιας νέας θερμοδυναμικής ισορροπίας που με τις πράξεις μας επιβάλλουμε, κίνηση όμως η οποία δεν μας «αρέσει» γιατί μετατρέπει το περιβάλλον μας σε μη-βιώσιμο.
Θα φτάσει ποτέ ο άνθρωπος στ’ άστρα; Υπάρχουν άλλοι πολιτισμοί; Γιατί δεν έχουμε έρθει σε επαφή με αυτούς έως τώρα;
Μία από τις βασικότερες «ατέλειες» του ανθρώπινου μυαλού είναι η «αδυναμία» να σκεφτεί συνολικά και πολυπαραμετρικά και να κατανοήσει τις μεταβολές και τη σημασία τους σε βάθος χρόνου. Και αυτό γιατί ο άνθρωπος είναι στην ουσία «περιορισμένος» στη σημερινή του φαινόμενη πραγματικότητα. Κρίνει με βάση αυτό που βλέπει και όχι με βάση τους μηχανισμούς που οδήγησαν στην εμφάνισή αυτού, θεωρώντας αυτό που βλέπει ως μια δεδομένη «σταθερά» και αρνούμενος να κατανοήσει πως στην ουσία αυτή η «πραγματικότητα» δεν είναι διόλου σταθερή αλλά αντιθέτως είναι μια ευαίσθητη ισορροπία στηριζόμενη πάνω σε έναν πολύ μεγάλο αριθμό αλληλεξαρτώμενων παραμέτρων. Η ζωή του ανθρώπου είναι πολύ μικρή για να μπορέσει να το κατανοήσει χωρίς να καταβάλει πολύ μεγάλο κόπο.
Η απάντηση στο ερώτημα «αν θα φτάσει ο άνθρωπος στα άστρα» είναι απλή. Ναι, αν δεν καταστραφεί πρώτα από την υιοθέτηση των υψηλών ρυθμών «ανάπτυξης» της σημερινής πραγματικότητας. Γιατί όσο μεγαλύτερη η ταχύτητα, τόσο μεγαλύτερη η αστάθεια, τόσο μεγαλύτερο και το ρίσκο. Υπάρχουν άλλοι πολιτισμοί; Η ερώτηση αυτή αλήθεια αναφέρεται στο σήμερα; Γιατί το σύμπαν είναι πολύ παλιότερο απ’ τον ανθρώπινο πολιτισμό. Και αν και η πιθανότητα ύπαρξης ζωής αλλού είναι μεγάλη, η πιθανότητα ύπαρξης πολιτισμού επίσης υπάρχει αλλά περιορίζεται από την πιθανότητα αυτοκαταστροφής του πολιτισμού αυτού λόγω του μοντέλου ανάπτυξής του. Συνεπώς για να συναντήσουμε έναν άλλο πολιτισμό, αυτός ή εμείς, θα πρέπει να έχουμε καταφέρει ν’ αναπτυχθούμε τόσο που να μπορέσουμε να πάμε στ’ άστρα χωρίς να έχουμε καταστραφεί στην πορεία μας προς αυτά. Και μέσα σε όλα καλό θα ήταν να θυμόμαστε πως ένας πολιτισμός δεν είναι απαραίτητο πως θα έχει υιοθετήσει τις ίδιες ηθικές αξίες και τα ίδια διαχειριστικά σχήματα όπως ο δικός μας. Γιατί πολύ φοβούμαι πως οι άνθρωποι θεωρούν πολιτισμό κάποιον ο οποίος θα έχει χαρακτηριστικά παρόμοια με του δικού τους.
Μέχρι να φτάσουμε ως τ’ άστρα πάντως καλό θα ήταν να ελαττώσουμε τους ρυθμούς μας. Η φύση - εμείς οι ίδιοι - δεν μπορεί να τους αντέξει και ανεξάρτητα με τις αιτίες (ανθρωπογενείς ή μη) που οδηγούν στην κατάρρευση της ισορροπίας της βιόσφαιρας, καλό θα ήταν οι πράξεις μας να οδηγούν προς την προστασία της τόσο πολύτιμης και ευαίσθητης αυτής ισορροπίας. Αν θέλουμε κάποτε να φτάσουμε στ’ άστρα. Οι γνώσεις υπάρχουν. Η ωριμότητα είναι μάλλον αυτό που λείπει.

22.5.07

Βιολογικά τρόφιμα: η μεγάλη οικονομική και οικολογική απάτη

Υπάρχει μια αρχή: η δράση φέρνει αντίδραση. Αυτή η αρχή δεν καταπατήθηκε ποτέ, ούτε πρόκειται να καταπατηθεί. Η φύση πάντα θα αντιδρά, όσο και αν πιστεύουμε, ή μας πείσουν, πως είμαστε «μικροί θεοί» και μπορούμε να την νικήσουμε ή να την ξεγελάσουμε.

Αρχικά ο άνθρωπος καλλιέργησε φυτά. Σιγά-σιγά, λόγω των ομογενών καλλιεργειών και της εντατικοποίησης, άρχισαν να πληθαίνουν «οι εχθροί της καλλιέργειας». Οι σημαντικότεροι αυτοί εχθροί είναι τα έντομα, οι νηματώδεις, τα πτηνά και τα θηλαστικά. Οι ασθένειες περιλαμβάνουν τις ιώσεις, τα βακτήρια και τους μύκητες. Τα ζιζάνια επίσης ανταγωνίζονται τα φυτά για το φως, το νερό και τα ανόργανα θρεπτικά συστατικά. Όλα αυτά έχουν σαν αποτέλεσμα τη μείωση της σοδειάς και τη μείωση της ποιότητας παραγωγής εάν δεν ελεγχθούν σωστά. Έτσι ο άνθρωπος ανακάλυψε τα φυτοφάρμακα με στόχο την παραμονή στις εντατικές μονοκαλλιέργειες. Η φύση αντέδρασε. Οι «εχθροί» έγιναν πιο ανθεκτικοί, πιο επιθετικοί. Σήμερα ανακαλύψαμε πως τα φυτοφάρμακα μας βλάπτουν. Εμφανίστηκαν λοιπόν ξαφνικά οι «βιολογικές» καλλιέργειες. Μόδα της εποχής, μέθοδος αύξησης της τιμής.

Σήμερα προβάλλονται δύο τρόποι «βιολογικής» καλλιέργειας. Ο πρώτος είναι η μετάλλαξη. Άμεσες επεμβάσεις δημιουργίας ανθεκτικών στελεχών. Άμεσες επεμβάσεις στον ξενιστή (γενετικές βελτιώσεις), άμεσες επεμβάσεις στο παράσιτο μέσω της αύξησης των φυσικών εχθρών του, χρήση ειδικών ουσιών (όπως οι φερομόνες) που ελέγχουν τα ενδεχομένως επιβλαβή έντομα. Άλλωστε το παράδειγμα είναι παλιό. Το καλαμπόκι που τρώμε σήμερα μετάλλαξη είναι. Απλά είναι μια φυσική μετάλλαξη που κάποτε, πριν από πολλούς αιώνες, οι άνθρωποι έκαναν με εντελώς φυσικό τρόπο, παντρεύοντας ποικιλίες από τα ανθεκτικότερα στελέχη. Τότε όμως ήταν φυσικός ο τρόπος. Το αποτέλεσμα «προϋπήρχε γραμμένο» στην φύση, απλά τότε «έπαιξαν» με τις πιθανότητες εμφάνισής του. Σήμερα είναι εργαστηριακός, παίζουν με το DNA. Οι μεταλλάξεις αυτές δεν μπορούν να ελεγχθούν γρήγορα και εύκολα όσο αφορά στις πιθανές επιπτώσεις στην τροφική αλυσίδα. Και ακόμα παραπέρα, ο κάθε «εργαστηριακός» έλεγχος δεν μπορεί να προβλέψει κάθε πιθανό αποτέλεσμα που μπορεί να ανακύψει σε ένα τόσο πολύπαραγοντικό σύστημα όπως το συνολικό οικοσύστημα, κατά την εφαρμογή και διάδοση των μεταλλάξεων σε αυτό. Μόλις φύγει από το ελεγχόμενο περιβάλλον κανείς δεν ξέρει που μπορεί να οδηγήσει αλυσιδωτά. Κανείς δεν ξέρει πόσο θα έχουμε μετανιώσει σε 100, ακόμα και σε 50 ίσως χρόνια. Και το πρόβλημα δεν σταματά εδώ. Η μετάλλαξη είναι δράση. Η φύση θα αντιδράσει. Είναι δεδομένο. Είναι απαράβατη αρχή. Και οι «εχθροί» θα γίνουν πιο ανθεκτικοί, θα συμπεριλάβουν και την μετάλλαξη στους μηχανισμούς τους. Και τότε τα πράγματα θα είναι χειρότερα. Άλλωστε μια αρχή λέει πως οι μεταλλάξεις δεν πρέπει να ξεφεύγουν από το εργαστήριο. Εμείς πως τις απελευθερώνουμε και τις επιβάλλουμε σε μακροκλίμακα;

Ο δεύτερος είναι αυτός που ακούμε περισσότερο. Απλά «υποτίθεται» πως οι γεωργοί συμβιβάζονται σε μια καλλιέργεια δίχως φυτοφάρμακα. «Υποτίθεται» πως έχουν μικρότερη παραγωγή, λόγω της μη-χρήσης χημικών αλλά και βιολογικών παραγόντων, τα φυτά τους πεθαίνουν πιο εύκολα, έχουν απώλειες παραγωγής, εξ’ ου και οι αυξημένες τιμές. Πρόκειται δηλαδή για «φυσική καλλιέργεια», βαφτισμένη ως βιολογική. Είναι όμως έτσι; Αν λάβουμε υπ’ όψη μας πως πλέον οι «ανταγωνιστές» είναι ανθεκτικοί και επιθετικοί, πως κάθε χρονιά απαιτούνταν αύξηση των χημικών για να μπορέσουν να διατηρήσουν την παραγωγή, θα αντιληφθούμε πως είναι εντελώς παράλογο και αδύνατο σήμερα να μπορούμε να καλλιεργήσουμε χωρίς χημικά, ή χωρίς βιολογικές παρεμβάσεις, τουλάχιστον στους ξενιστές και όχι μόνο σε αυτούς. Στο σημείο που βρισκόμαστε δεν θα είχαμε (όπως υποστηρίζεται) μια απλή απώλεια της τάξης του 10%, που καλείται να καλύψει η αύξηση της τιμής. Θα είχαμε απώλειες της τάξης του 80 με 90%, θα είχαμε πείνα. Είναι αδύνατη σε μακροσκοπική κλίμακα η ύπαρξη της «βιολογικής» καλλιέργειας αυτού του 2ρου τύπου. Είναι απλά ένα μεγάλο ψέμα.

Πως γίνεται αυτό; Αφού καλλιεργούν σύμφωνα με κάποιο ΙSO, ελέγχονται με βάση αυτό και έτσι λαμβάνουν την σφραγίδα της βιολογικής καλλιέργειας. Έτοιμη η απάντηση των στηρικτών. Και φυσικά λογική για όσους δεν έχουν κατανοήσει πως το ISO έχει δημιουργηθεί, εξ ορισμού και στόχων του, όχι για να εξασφαλίζει τον καταναλωτή αλλά τον παραγωγό. Η σφραγίδα ΙSO σημαίνει πως κατά τον δειγματοληπτικό έλεγχο που έγινε, η καλλιέργεια βρέθηκε να πληροί τις προϋποθέσεις. Αυτό φυσικά δεν εγγυάται τίποτε για το σύνολο του χώρου και του χρόνου της καλλιέργειας και παραγωγής. Ειδικά όταν οι έλεγχοι είναι αναμενόμενοι σε δεδομένες χρονικές περιόδους (μόνο τότε έχουν και νόημα). Ούτε φυσικά εγγυάται την μη-χρήση γεννετικών τροποποιήσεων στους ξενιστές, την μη-χρήση ουσιών κοκ. Συνήθης τακτική; Κανονική καλλιέργεια με φυτοφάρμακα, η χρήση των οποίων σταματά το δεδομένο μήνα που θα περάσει ο έλεγχος. Άσε που αν κατά τύχη βρεθούν ίχνη φυτοφαρμάκων, «αυτά ήρθαν από το χωράφι του διπλανού». Μιλάμε για φύση, αν εμείς θέλουμε να τραβάμε γραμμές για όρια, η φύση απλά αδιαφορεί και μεταφέρει ότι θέλει από την μια πλευρά στην άλλη. Οπότε κανείς δεν μπορεί να ακυρώσει αυτή την δικαιολογία. Έτσι λοιπόν υπάρχει για την δεδομένη χρονική περίοδο η απώλεια της τάξης του 10%, η σφραγίδα λαμβάνεται και στην συνέχεια τα φυτοφάρμακα επιστρέφουν για να σώσουν το υπόλοιπο της καλλιέργειας που θα έρθει στο πιάτο μας βαφτισμένη ως βιολογική, αλλά δίχως καμία διαφορά από τις κλασικές συμβατικές. Γιατί; Γιατί πολύ απλά στις μέρες μας είναι αδύνατη η καλλιέργεια σε μακροκλίμακα, χωρίς φυτοφάρμακα. Στον κήπο του καθενός με 10 ντοματούλες, 5 λαχανάκια (πολυκαλλιέργεια) και καλύτερο έλεγχο είναι εφικτή, αλλά αν πιστεύουμε πως το αγορασμένο τρόφιμο μπορεί να είναι καλλιεργημένο χωρίς βιολογικές επεμβάσεις ή χωρίς φυτοφάρμακα, πλανόμαστε πλάνη οικτρά. Δεν διαθέτουμε πλέον δυστυχώς αυτή την δυνατότητα. Και το κύκλωμα προώθησης αυξάνει τις τιμές κοροϊδεύοντας μας.

Αντί όλων αυτών φυσικά θα μπορούσαμε να βασιστούμε σε σωστές καλλιεργητικές μεθόδους όπως: πολυκαλλιέργεια, επιλογή ποικιλίας, αμειψισπορές, καλλιέργεια του εδάφους, κλάδεμα κ.λπ. Παραδείγματος χάριν δεν είναι ποτέ ορθή η πρακτική μια καλλιέργεια πατάτας να ακολουθείται από μια άλλη καλλιέργεια πατάτας, που θα έχει σαν αποτέλεσμα τη μεταφορά ή τη διάδοση των παρασίτων, όπως η σήψη, η μαύρη ψώρα, οι νηματώδείς ή οι αγρότες (κάμπιες). Και όμως, αυτή η λανθασμένη πρακτική ακολουθείται κατά κόρον. Ταυτόχρονα, οι μονοκαλλιέργειες που εφαρμόζονται σήμερα, χάριν εντατικοποίησης και ταχύτητας, είναι κατά κανόνα ευάλωτες στις ασθένειες. Οι εκτεθειμένοι αγροί και οι υψηλές συγκεντρώσεις ενός καλλιεργούμενου είδους ανοίγουν το δρόμο για τις μολύνσεις από εχθρούς παρέχοντας τους συγκεντρωμένες πηγές και ομοιόμορφες φυσικές συνθήκες που ενθαρρύνουν τις παρασιτικές προσβολές. Η αφθονία και η αποτελεσματικότητα των αρπακτικών μειώνονται διότι αυτά τα απλοποιημένα περιβάλλοντα παρέχουν ανεπαρκείς εναλλακτικές πηγές τροφής, καταλυμάτων, τόπων αναπαραγωγής και άλλων περιβαλλοντικών παραγόντων. Σαν αποτέλεσμα, οι πληθυσμοί ειδικευμένων εχθρών αποκτούν οικονομικά ασύμφορα επίπεδα. Απαραίτητη λοιπόν στρατηγική για τη μείωση των απωλειών από τις φυτικές ασθένειες και τους νηματώδεις κρίνεται η αύξηση των ειδών ή/και της γενετικής ποικιλομορφίας των καλλιεργειών. Η συνκαλλιέργεια φυτών, μη ξενιστών, στις πολυκαλλιέργειες μπορεί να μειώσει σημαντικά το ρυθμό εξάπλωσης των ιώσεων στον αγρό.

Υπάρχουν λοιπόν λύσεις που επιτρέπουν την ανάπτυξη και προστασία καλλιεργειών με φυσικές μεθόδους. Οι λύσεις αυτές όμως προϋποθέτουν άρση της εντατικοποίησης και κυρίως της μαζικότητας της παραγωγής. Τίποτε από αυτά δεν συνεπάγεται αύξηση τιμής. Αντίθετα, οι λύσεις αυτές αντιτίθενται στην δημιουργία μονοπωλιακών πρακτικών και επιβάλλουν στο σύστημα επεξεργαστών και μεταπρατών να προμηθεύονται ταυτόχρονα, πολλά, από πολλούς, δυσκολεύοντας έτσι τα «παιγνίδια ελέγχου» και τους εκβιασμούς. Οι λύσεις αυτές είναι επιβεβλημένες, ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι επιπτώσεις στο περιβάλλον. Όλα όμως εξαρτώνται από τους στόχους μας: Ποιότητα ζωής ή οικονομική μεγιστοποίηση; Η δεύτερη φυσικά αναφέρεται πάντα σε όσους συμμετέχουν στην αλυσίδα παροχής, όχι στο σύνολο, ούτε στους παραγωγούς, ως νοοτροπία όμως αφορά όλους μας και ξεκινά απ’ όλους μας. Τα δύο αυτά όχι απλά δεν συμβαδίζουν αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις έρχονται σε αντίθεση. Πάντως ενώ τα βιολογικά τρόφιμα αποτελούν μια πολύ μεγάλη οικονομική και οικολογική απάτη εις βάρος των καταναλωτών και της φύσης, η πολυκαλλιέργεια σε συνδυασμό με ορθές πρακτικές καλλιέργειας και λελογισμένη χρήση φυτοφαρμάκων μπορεί να βελτιώσει πολύ και την ποιότητα του περιβάλλοντός μας αλλά και την ποιότητα της τροφής μας.

Καλό λοιπόν θα ήταν να αντιδράσει ο καταναλωτής, πριν αντιδράσει η φύση. Την επόμενη φορά πάντως που θα φας κάποιο βιολογικό λαχανικό, σκέψου τι μπορεί να τρως. Αυτό που σου λένε πάντως πως τρως, δεν υφίσταται.

24.10.06

Η πείνα τρέφει το μυαλό!

Ο νευροβιολόγος Tamas Horvath του ΠανεπιστημίουYale στις ΗΠΑ απέδειξε πως η ορμόνη γρελίνη, που εκκρίνεται όταν ο οργανισμός μας αισθάνεται πείνα, συμβάλει στη δημιουργία νέων συνάψεων στον ιππόκαμπο το εγκεφαλικό κέντρο στο οποίο εδράζεται η μνήμη και η ικανότητα εκμάθησης.

21.6.06

Παραγωγή ενέργειας από γεωργικά παραπροϊόντα.

Η έρευνα αποσκοπεί στην ανάπτυξη καινοτόμου μεθοδολογίας για την αξιοποίηση γεωργικών προϊόντων και παραπροϊόντων στις Περιφέρειες Βορείου Αιγαίου, Κρήτης και Κύπρου. Απώτερος στόχος της είναι ο περιορισμός της ενεργειακής εξάρτησης των νησιών, αλλά και των ηπειρωτικών περιοχών, στις οποίες είναι δυνατή η παραγωγή βιοκαυσίμων ή/και η αξιοποίηση γεωργικών παραπροϊόντων, με τη χρήση τοπικών πόρων. Η βιομάζα είναι δυνατόν να μετατραπεί σε στερεά καύσιμη ύλη με υψηλή θερμογόνο δύναμη, απαλλαγμένη από ουσίες που αφήνουν υπολείμματα κατά την καύση, και η οποία στη συνέχεια μπορεί να χρησιμοποιηθεί για ηλεκτροπαραγωγή.
Συγκεκριμένα αρχικά προτείνεται η διερεύνηση δυνατοτήτων παραγωγής βιοκαυσίμων με την αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων και ο προσδιορισμός των διαθέσιμων ποσοτήτων γεωργικών παραπροϊόντων. Θα ακολουθήσει η εξέταση των χαρακτηριστικών της βιομάζας (ιδιότητες, θερμογόνος δύναμη κτλ). Στο επόμενο στάδιο θα διερευνηθεί η δυνατότητα χρήσης της αρχικά κατεργασμένης βιομάζας, καθώς και η δυνατότητα παραγωγής υψηλότερης θερμογόνου δύναμης στερεού καυσίμου (η δυνατότητα ενεργειακής αναβάθμισης του καυσίμου) και θα εξεταστούν οι ιδιότητες του προϊόντος. Θα μελετηθεί στη συνέχεια η δυνατότητα χρήσης του παραγόμενου καυσίμου σε ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες, ώστε να ελεγχθεί η βιωσιμότητα της προτεινόμενης διεργασίας. Ταυτόχρονα, θα διερευνηθεί η δυνατότητα πλήρους ενεργειακής αυτονόμησης των ηλεκτροπαραγωγικών μονάδων, μέσω της χρήσης του παραγόμενου καυσίμου ή και των πρώτων υλών (ακατέργαστη βιομάζα) για την κάλυψη ενεργειακών αναγκών. Τέλος θα διερευνηθεί η δυνατότητα διανομής του καυσίμου για οικιακή και ατομική χρήση, είτε με την μορφή υγρού, είτε με την μορφή αέριου καυσίμου.
Ακόμη προτείνεται η διερεύνηση της δυνατότητας εκμετάλλευσης των απαερίων για την παραγωγή ελαφρών υδρογονανθράκων.

Θα διερευνηθεί η συμβολή στην αειφορία των περιοχών έρευνας από την αξιοποίηση των παραπροϊόντων της γεωργίας και την εισαγωγή στην καλλιέργεια ενεργειακών φυτών. Η ανάλυση θα καλύπτει τις κοινωνικές, περιβαλλοντικές και οικονομικές, συνιστώσες στις περιοχές αυτές, και θα στοχεύσει στην αξιολόγηση του οικονομικού, κοινωνικού και περιβαλλοντικού κόστους/οφέλους, προκειμένου η προσέγγιση να είναι ολοκληρωμένη (συστηματική προσέγγιση). Ως εκ τούτου η μελέτη σκοπιμότητας που θα εκπονηθεί στις τρεις υπό έρευνα περιοχές θα αναφέρεται στους τρεις πυλώνες (κοινωνία, περιβάλλον και οικονομία) της αειφορίας.

Η βιομάζα σχηματίζεται από τη φωτοσυνθετική μετατροπή της ηλιακής ενέργειας και αφθονεί στον πλανήτη μας. Το τεράστιο αυτό ενεργειακό δυναμικό παραμένει κατά το μεγαλύτερο μέρος ανεκμετάλλευτο. Η βιομάζα αποτελεί τη μετασχηματισμένη από τα φυτά, μέσω φωτοσύνθεσης, ηλιακή ενέργεια. Οι βασικές πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται κατά τη μετατροπή της φωτεινής σε χημική ενέργεια είναι το νερό και ο άνθρακας που είναι άφθονα στη φύση.
Βασικό πλεονέκτημα της βιομάζας είναι ότι μπορεί να αποδώσει την αποθηκευμένη χημική ενέργεια και επειδή παράγεται διαρκώς αποτελεί μια ανεξάντλητη πηγή ενέργειας. Η αξιοποίησή της γίνεται με τη μετατροπή της σε μια μεγάλη ποικιλία προϊόντων, με διάφορες μεθόδους ακόμη και με τη χρήση σχετικά απλής τεχνολογίας. Επίσης, θεωρείται πολύ σημαντικό το γεγονός ότι κατά την παραγωγή και τη μετατροπή της είναι «ουδέτερη», δηλαδή δεν δημιουργούνται οικολογικά και περιβαλλοντικά προβλήματα.
Μια άλλη σημαντική ιδιομορφία της βιομάζας είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις αποτελεί παραπροϊόν ή απόβλητο, της εν γένει δραστηριότητας του ανθρώπου και η αντιμετώπισή της ως ενεργειακού πόρου εντάσσεται σε ένα ευρύτερο και από πολλές πλευρές σημαντικότερο πεδίο, αυτό της προστασίας του περιβάλλοντος. Αν και η ακατέργαστη βιομάζα έχει ενεργειακό περιεχόμενο σημαντικά χαμηλότερο από αυτό του πετρελαίου, πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη το γεγονός ότι υπάρχουν σήμερα παγκοσμίως τεράστια αποθέματα διαθέσιμα σε όλη την επιφάνεια του πλανήτη.

Τα οικονομικά οφέλη της ανωτέρω έρευνας είναι αμφισβητούμενα. Στην πράξη τα συμφέροντα της βιομηχανίας πετρελαίου θίγονται άμεσα, ενώ θίγεται και η συγκεντρωτικότητα των μεγάλων βιομηχανιών, λόγω αποκέντρωσης της παραγωγής και ενεργειακής αυτονόμησης των περιοχών.

Τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά οφέλη που διαφαίνονται είναι η αυτονόμηση των περιοχών σε ενέργεια, σταθερού κόστους και ποιότητας. Η συγκράτηση του πληθυσμού στην ύπαιθρο, λόγω της ανάπτυξης τοπικών βιώσιμων και απαραίτητων βιομηχανιών και κατά συνέπεια της δημιουργίας νέων, σταθερών θέσεων εργασίας. Η ελάττωση των μετακινήσεων καυσίμων από περιοχή σε περιοχή, με αποτέλεσμα την ελάττωση του κόστους μεταφοράς αλλά και του φόρου αίματος στην άσφαλτο. Η απεξάρτηση των περιοχών από τα «παιγνίδια πολέμου και πλούτου». Τα τρία πρώτα αποτελούν ουσιαστική βελτίωση της ποιότητας ζωής και των οικονομικών της υπαίθρου, ενώ τα δύο τελευταία ηθικές αλλά και ουσιαστικές βελτιώσεις, αφού τελικά οδηγούν σε οικονομικό όφελος των περιοχών. Ταυτόχρονα, θα υπάρξει περιβαλλοντική βελτίωση με το σκεπτικό ότι δεν θα αποδεσμεύεται διοξείδιο που δεσμεύτηκε πριν αιώνες από την ατμόσφαιρα, αλλά θα αποδεσμεύεται το διοξείδιο που δεσμεύτηκε από τα φυτά την προηγούμενη περίοδο και το οποίο θα δεσμευτεί εκ νέου. Θα αποκατασταθεί δηλαδή ο κύκλος διοξειδίου του άνθρακα της φύσης. Επίσης θα βελτιωθεί η περιβαλλοντική ποιότητα στις εν λόγω περιοχές, αφού ένα πολύ μεγάλος μέρος των απορριμμάτων τους θα επαναχρησιμοποιηθεί και μάλιστα θα δώσει και οικονομικά οφέλη.

Τα οικονομικά οφέλη και η βελτίωση της αειφορίας που αναμένονται σε τοπικό κοινωνικό επίπεδο είναι σημαντικά. Ταυτόχρονα και σε ατομικό επίπεδο, αναμένεται κέρδος από τους επιχειρηματίες και από την πώληση της ενέργειας αλλά και από την πιθανότητα επίτευξης μεθόδου αυτονόμησης των μονάδων, αλλά και παραγωγής πρώτων υλών για την βαριά βιομηχανία (οι ελαφροί υδρογονάνθρακες μπορούν είτε με ολιγομερισμό να μετατραπούν σε βενζίνες, είτε να χρησιμοποιηθούν στην βιομηχανία πολυμερών).

Απομένει η εκτέλεση/ολοκλήρωση της έρευνας και η μελέτη βιωσιμότητας μιας τέτοιας βιομηχανίας. Οι προσδοκίες σε οικονομικό όφελος τοπικού επίπεδου είναι εξακριβωμένες, παρότι θίγονται τα συμφέροντα της βαριάς βιομηχανίας και αποκεντρώνεται ο πλούτος μεταφερόμενος σε πολλούς…

14.3.06

Αντιβιοτικά, σωτηρία ή καταστροφή της ανθρωπότητας;

Αφορμή γι’ αυτό το «άρθρο» στάθηκε η τελευταία ανακοίνωση της στατιστικής υπηρεσίας, που δίνει στους Έλληνες άλλη μια πανευρωπαϊκή πρωτιά! Την πρωτιά στην χρήση αντιβιοτικών. Συγκεκριμένα, στην χώρα μας, ανά έτος και ανά 1000 κατοίκους, συνταγογραφούνται 1503 αντιβιοτικά (παίρνουμε δηλαδή όλοι μας 1,5 φορά το χρόνο κατά μέσο όρο αντιβίωση!!!)! Δεύτερη σε θέση η Ισπανία με 1500, τρίτη η Ελβετία με 1352. Ακολουθούν οι λοιπές χώρες με συνταγογραφήσεις κάτω των 1000. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι χώρες που θεωρούμε ανεπτυγμένες και με σωστά συστήματα υγείας (Γερμανία, Αγγλία, Γαλλία) εμφανίζουν νούμερα της τάξης των 500 συνταγογραφήσεων ανά 1000 κατοίκους ανά έτος (περίπου ένας στους δύο κατοίκους παίρνει μία φορά το χρόνο αντιβίωση!)

Η φυσική επιλογή είναι ίσως η ισχυρότερη «δύναμη» που εμφανίζεται στην φύση. Η φύση αν ένα είδος της δεν είναι καταδικασμένο, ή δεν συμβεί κάποιο ακραίο κοσμογονικό γεγονός (μετατοπίσεις άξονα, μετεωρίτες κτλ.) φροντίζει ώστε όλα τα είδη της να επιβιώνουν. Δεν ξεχνά και δεν παρατά κανένα στην τύχη του. Ο μηχανισμός άμυνας των ειδών, ώστε να μην εξαφανιστούν, είναι η μετάλλαξη. Όσο κατώτερος βιολογικά είναι ένας οργανισμός, τόσο ευκολότερη είναι η μετάλλαξή του. Άλλωστε οι βιολογικά κατώτεροι οργανισμοί εμφανίζονται σε πληθώρα στην φύση και κινδυνεύουν περισσότερο από τους υπόλοιπους. Αντίθετα, όσο ανώτερος βιολογικά είναι ένας οργανισμός, τόσο δυσκολότερη είναι η μετάλλαξή του. Η φύση τον προικίζει με «εξελιγμένες» δυνατότητες, μέσω των οποίων μπορεί να εξασφαλίσει την επιβίωσή του. Η ίδια η φύση λοιπόν, για να μην «καταστραφούν» οι «εξελιγμένες» δυνατότητες που κατόρθωσε να δημιουργήσει σε ένα εξελιγμένο είδος, φροντίζει ώστε να μειώνονται οι πιθανότητες μετάλλαξης, ώστε να διασφαλισθεί η ποιότητα του είδους, αλλά και των μεταλλάξεων, αφού όσο πιο δύσκολα γίνεται η μετάλλαξη, τόσο δυσκολότερα θα εμφανισθεί μεταλλαγμένος, και θα πρέπει όντως η μετάλλαξη να ενισχύει τις ικανότητες του για να μπορέσει ο μεταλλαγμένος να επιβιώσει σε μια «κοινωνία εξελιγμένων ειδών».
Σε μια από τις χαμηλότερες βιολογικές βαθμίδες βρίσκονται οι μικροοργανισμοί που καλούμε ιούς. Φυσικά την υψηλότερη εξελικτική βαθμίδα αυτή την στιγμή την κατέχει ο άνθρωπος. Οι ιοί δεν επιζούν από μόνοι τους. Αποτελούν παρασιτικούς οργανισμούς, η επιβίωση των οποίων στηρίζεται στους ξενιστές τους, δηλαδή στα ανώτερα θηλαστικά και φυσικά τον άνθρωπο. Φυσικά, όπως και ο άνθρωπος, οι ιοί «προσπαθούν» να επιβιώσουν και να «διαδώσουν» το είδος τους. Κάθε τύπος ιού μπορεί να μολύνει συγκεκριμένο ξενιστή ή συνηθέστερα, συγκεκριμένους τύπους κυττάρων του ξενιστή. Η εξειδίκευση αυτή οφείλεται στην ικανότητα των ιών να αναγνωρίζουν συγκεκριμένους πρωτεϊνικούς υποδοχείς στην πλασματική μεμβράνη των κυττάρων του ξενιστή. Ειδικές πρωτεΐνες στο εξωτερικό περίβλημα του ιού δεσμεύονται στους υποδοχείς αυτούς, σαν «κλειδί με κλειδαριά». Μερικοί ιοί έχουν ξενιστές που ανήκουν σε διαφορετικά είδη, όπως ο ιός που προκαλεί λύσσα και μπορεί να προσβάλλει αρκετά είδη θηλαστικών, μεταξύ των οποίων τρωκτικά, σκυλιά και ανθρώπους. Άλλοι πάλι, είναι τόσο εξειδικευμένοι ώστε να αναγνωρίζουν και να προσβάλλουν συγκεκριμένους ιστούς ενός συγκεκριμένου ξενιστή, όπως ο ιός ΗΙV που προκαλεί AIDS, ο οποίος προσβάλλει μόνο τα Τ λεμφοκύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος του ανθρώπου, ή ο ιός της πολιομυελίτιδας που προσβάλει τα ανθρώπινα νευρικά κύτταρα.
Ο μηχανισμός αναπαραγωγής και διάδοσης του ιού στηρίζεται εξ’ ολοκλήρου στον ξενιστή του. Ο ιός αυτός καθαυτός δεν μπορεί να αναπαραχθεί. Το γενετικό υλικό του όμως εισέρχεται στα κύτταρα του ξενιστή, αναστέλλει όλες σχεδόν τις λειτουργίες τους και τα μετατρέπει σε ένα εργοστάσιο παραγωγής ιών. Έτσι, το κύτταρο καθίσταται άχρηστο στον οργανισμό, υποδουλώνεται στον ιό του και παράγει «νέους πολεμιστές» για λογαριασμό του. Εκταμιεύει και χρησιμοποιεί δε όλες τις πρώτες ύλες από τον ξενιστή (νουκλεοτίδια, αμινοξέα, ATP, t-RNA, ριβοσωμάτια, ένζυμα) και ό,τι άλλο χρειάζεται για να συνθέσει το δικό του γενετικό υλικό και τις δικές του πρωτεΐνες. Οι σχετικές πληροφορίες βρίσκονται στα γονίδια του ιού. Όταν πια, στο εσωτερικό του κυττάρου-ξενιστή, θα έχουν παραχθεί αρκετές εκατοντάδες ή χιλιάδες μόρια ιικών νουκλεϊκών οξέων και ιικών πρωτεϊνών, αυτά συναρμολογούνται αμέσως σε νέους ιούς, οι οποίοι βγαίνουν από το κύτταρο του ξενιστή, συχνά καταστρέφοντάς το, έτοιμοι να μολύνουν νέα κύτταρα με τον ίδιο τρόπο.
Είναι λοιπόν φανερό ότι οι ιοί δουλεύουν απευθείας με το γενετικό υλικό του ξενιστή τους. Εκεί ακριβώς οφείλεται και η ευκολία προσαρμογής τους σε νέες συνθήκες. Επειδή στο είδος των ιών δεν υπάρχουν «ασφαλιστικές δικλείδες» μετάλλαξης, είναι πολύ εύκολο να συμπεριλάβουν στην αλυσίδα τους κομμάτια γενετικού υλικού του ξενιστή τους, ή ακόμα και πιθανών «νέων ξενιστών» οι οποίοι θα γίνουν φορείς τους αλλά δεν θα νοσήσουν γιατί ακριβώς δεν επιτρέπουν την εξάπλωσή τους στο είδος. Στον συνεχή πόλεμο που γίνεται, κάποια στιγμή (ο χρόνος τρέχει πολύ γρήγορα για τους ιούς σε σχέση με τους ανθρώπους και ένας ανθρώπινος πόλεμος πολλών χρόνων μπορεί να συγκριθεί με πόλεμο ωρών για τους ιούς, συνεπώς το κάποια στιγμή μπορεί να σημαίνει τα επόμενα 10 λεπτά) ένας ιός καταφέρνει να συμπεριλάβει με αναδιάταξη του DNA του μια νέα πρωτεΐνη, ή άλλο δομικό χαρακτηριστικό του νέου ξενιστή του και να ξεκινήσει η επέλασή του στο νέο αυτό είδος. Αυτό είναι και το άγχος της ανθρωπότητας αυτή τη στιγμή για την γρίπη των πουλερικών.
Όταν το 1927 ο Φλέμινγκ παρατήρησε ότι μερικές καλλιέργειες ιών μούχλιασαν και ως συνέπεια σταμάτησε η εξάπλωση των ιών, θεωρήθηκε ότι ανακάλυψε την σωτηρία της ανθρωπότητας. Βρήκε το όπλο εναντίων των επιδημιών. Από τον μύκητα Penicillium notatum λοιπόν, απομονώθηκε η ουσία «πενικιλίνη» και άρχισε η μάχη της ανθρωπότητας κατά των ιών. Η πενικιλίνη έσωσε τη ζωή χιλιάδων στρατιωτών κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο Φλέμινγκ είχε δει την αχίλλειο πτέρνα του αντιβιοτικού του από τα πρώτα κιόλας χρόνια, καθώς το 1946 σημείωνε ότι «η χορήγηση πενικιλίνης, ακόμη και σε μικρές δόσεις, οδηγούσε σε ανάπτυξη ανθεκτικότητας στους μικροοργανισμούς».
Η φύση πολεμάει, η φύση εκδικείται. Η φύση δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να αφανίσει ένα είδος της. Δεν θα επιτρέψει λοιπόν ποτέ την εξαφάνιση των ιών. Κάθε φορά που χρησιμοποιείται ένα φάρμακο, ο ιός τον οποίο σκοτώνουμε, προσπαθεί να αμυνθεί. Ψάχνει μέσα στο γενετικό υλικό μας να βρει τρόπους να επιβιώσει, εμείς άλλωστε επιβιώνουμε από το φάρμακο, γιατί όχι και αυτός;
Κάθε χρόνο κυκλοφορεί ένα νέο αντιγριπικό εμβόλιο. Ο λόγος δεν είναι ότι το παλιό έπαψε να λειτουργεί. Ο λόγος είναι ότι λόγω της μάχης εναντίων των ιών, αυτοί ανέπτυξαν νέα στελέχη ικανά να επιβιώσουν στα μέχρι τώρα γνωστά φάρμακα. Κάθε Σεπτέμβρη λοιπόν βγαίνει νέο «συμπληρωματικό» εμβόλιο που περιέχει τα νέα αυτά στελέχη. Κατ’ αρχάς να διευκρινίσουμε ότι δεν απευθύνεται σε όλους. Απευθύνεται σε οργανισμούς που δυσκολεύονται να πολεμήσουν μόνοι τους. Όχι σε υγιείς και ισχυρούς οργανισμούς. Κατά δεύτερο λόγο, αυτό και μόνο αποτελεί απόδειξη ότι οι μικροοργανισμοί μας ξεπερνούν μέρα με την μέρα. Χρόνων έρευνας για την ανάπτυξη ενός νέου όπλου, μπορεί να αναιρεθεί μέσα σε λεπτά από τον μικρόκοσμο. Γιατί οι μικροοργανισμοί είναι πολλοί, επιτίθενται συστηματικά, δεν τους ενδιαφέρει να «αλλάξουν» αλλά μόνο να επιβιώσουν. Κάθε φορά λοιπόν που λαμβάνουμε ένα αντιβιοτικό, στην ουσία εκτός από το ότι προσπαθούμε να σκοτώσουμε έναν μικροοργανισμό (δεν σημαίνει ότι θα το πετύχουμε), εκθέτουμε το «όπλο» μας στην «κατασκοπία» του εχθρού. Διακινδυνεύουμε την αχρήστευσή του μέσα στον ίδιο μας τον οργανισμό. Οι επιστήμονες ήδη έχουν αρχίσει να αναρωτιούνται μέχρι πότε θα μπορούν να βρίσκουν νέα αντιβιοτικά. Ούτε ένας αιώνας δεν έχει περάσει από την ανακάλυψη της πενικιλίνης και πλέον η ανακάλυψη νέων αντιβιοτικών ουσιών γίνεται με πολύ βραδύτερους ρυθμούς. Αντιθέτως, η μετάλλαξη των ιών δεν επιβραδύνεται. Μάλιστα, αρκετές φορές επιταχύνεται! Ακόμα μεγαλύτερος είναι ο φόβος, κατά την διάρκεια μιας μετάλλαξης, ο ιός να καταστεί αδύνατο να νικηθεί με τα μέσα που διαθέτουμε αυτή τη στιγμή. Υπάρχει πάντα η πιθανότητα, μια μετάλλαξη που θα γίνει σήμερα, σε έναν μικροοργανισμό που πολεμάει ένα αντιβιοτικό, να είναι τέτοια που να οδηγήσει σε ραγδαία εξάπλωσή του, με ρυθμούς πολύ μεγαλύτερους από την ταχύτητα του ανθρώπου να διερευνήσει και να δημιουργήσει νέο αντιβιοτικό εναντίων του, με αποτέλεσμα και τον θάνατο του αρχικού ξενιστή, στον οποίο έγινε η μετάλλαξη αλλά και τον θάνατο ολόκληρης, ή του μεγαλύτερου μέρους της ανθρωπότητας. To αντιβιοτικό επιβάλλει στους μικροοργανισμούς να μεταλλαχθούν, κάτι που μπορεί να έκαναν πολύ πιο αργά αν τους πολεμούσαμε μόνο με τα αντισώματά μας.

Αν λαμβάνεις αντιβιοτικό ή άλλο σκεύασμα απλά σκέψου. Μπορεί στα επόμενα 5 λεπτά της ζωής σου να είσαι εσύ αυτός ο αρχικός ξενιστής που θα προξενήσει την μετάλλαξη. Ο θάνατός σου είναι σίγουρος. Ταυτόχρονα με τον θάνατο εκατομμυρίων. Ακόμα και αν δεν σε νοιάζει το δεύτερο, σίγουρα σε νοιάζει το πρώτο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα πάρεις αντιβίωση. Αυτό σημαίνει ότι καλό θα ήταν να πάρεις μόνο αν την χρειάζεσαι. Και η ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία υποδεικνύει ότι στην Ελλάδα χορηγούνται τουλάχιστον οι 3πλάσιες από τις απαιτούμενες αντιβιώσεις. Και το τουλάχιστον σημαίνει ότι οι 500 που δίδονται στην Γερμανία, δεν είναι απαραιτήτως απαιτούμενες, αλλά κρίνονται σκόπιμες. Το σκόπιμο στατιστικό ποσοστό όμως δεν μπορεί να μεταβάλλεται πολύ από χώρα σε χώρα. Ο τριπλασιασμός του δε, είναι απαράδεκτος.

Αν είσαι γιατρός και χορηγείς αντιβίωση, το πράγμα είναι λίγο πιο δύσκολο. Εσύ πρέπει να δεσμευθείς περισσότερο από την ηθική και να αποφασίσεις αν σημασία έχει η τσέπη σου ή ο θάνατος της ανθρωπότητας. Γιατί εσύ δεν κινδυνεύεις άμεσα όπως ο άρρωστος που λαμβάνει την αντιβίωση που του χορήγησες. Κινδυνεύεις έμμεσα και αισθάνεσαι τον κίνδυνο πολύ μακριά. Όμως μπορείς να ζήσεις με τις τύψεις σου αν η υπογραφή σου στην συνταγή που έδωσες προκαλέσει μερικά εκατομμύρια θανάτους;

Αν είσαι άνθρωπος απλά… σκέψου σοβαρά ποιο είναι το καλό σου…

4.1.06

Τα σημαντικότερα επιστημονικά επιτεύγματα του 2005

Το αμερικάνικο περιοδικό "Science" δημοσιεύει στο τελευταίο τεύχος κάθε χρονιάς το σημαντικότερο επίτευγμα των τελευταίων 12 μηνών καθώς και εννέα ακόμα «αναπληρωματικές» εξελίξεις στο χώρο της επιστήμης. Αυτά παρουσιάζονται στον Γυάλινο Πύργο.