16.2.09

Ρυθμοί, η σύγχρονη δαμόκλειος σπάθη.

Λέγεται, και μεγάλη διαμάχη υπάρχει γύρω από αυτό, πως το διοξείδιο του άνθρακα ευθύνεται για το φαινόμενο του θερμοκηπίου και κατ’ επέκταση για τις κλιματικές αλλαγές. Η διαμάχη φυσικά δεν κινείται γύρω απ’ τους μηχανισμούς που ισχύουν και που καθιστούν το διοξείδιο υπεύθυνο ή όχι για το φαινόμενο αυτό, αλλά περιορίζεται σε μια απλή ανάλυση της «υφιστάμενης κατάστασης» ανά τους αιώνες, ώστε να αποδειχθεί το κατά πόσο η «βιομηχανική πρόοδος» συνεισφέρει στην έκλυση του διοξειδίου, παρότι στην βάση της συζήτησης έχει ήδη γίνει αποδεκτό πως σήμερα τα επίπεδα του διοξειδίου είναι πολύ υψηλά και αυξάνουν με ραγδαίους ρυθμούς.
Μέσα σε όλον αυτό τον κυκεώνα «πληροφόρησης», πόσοι από τους πολίτες της γης γνωρίζουν μια άλλη θανατηφόρα επίπτωση του διοξειδίου του άνθρακα; Όπως κάθε αέριο, το διοξείδιο του άνθρακα διαλύεται μέσα στο νερό των ωκεανών μέχρι να αποκατασταθεί η θερμοδυναμική ισορροπία ανάμεσα στο διαλυμένο μόριο και αυτό που βρίσκεται ελεύθερο στην αέρια φάση, στην ατμόσφαιρα της γης. Η αύξηση της συγκέντρωσης του διοξειδίου στην ατμόσφαιρα οδηγεί στην αύξηση της διαλυμένης ποσότητας του διοξειδίου του άνθρακα στο νερό των θαλασσών μας. Το φαινόμενο όμως δε σταματάει εδώ. Το διαλυμένο στο νερό μόριο του διοξειδίου συμμετέχει στις αμφίδρομες αντιδράσεις παραγωγής ανθρακικού και ανθρακώδους οξέως και η αυξημένη συγκέντρωση των «αντιδρώντων» μετατοπίζει την ισορροπία της αντίδρασης οδηγώντας σε αυξημένες συγκεντρώσεις των παραγώγων οξέων στους ωκεανούς. Με λίγα λόγια η οξύτητα των ωκεανών αυξάνει και οι ρυθμοί αύξησής της καθορίζονται από τους ρυθμούς έκλυσης διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα της γης.
Τα επίπεδα του διοξειδίου του άνθρακα στον πλανήτη δεν ήταν ποτέ σταθερά. Αυτό είναι γεγονός. Μεταβαλλόταν πάντα γύρω από μια θέση ισορροπίας, ή άλλαζαν ριζικά, αλλά όχι σημαντικά, κατά τη διάρκεια φυσικών καταστροφών, είτε θετικά (εκρήξεις ηφαιστείων), είτε αρνητικά (καταποντισμοί μεγάλων ποσοτήτων οργανικών ενώσεων σε μεγάλα βάθη). Ύστερα από αρκετό καιρό αποκαταστάθηκε μια δυναμική ισορροπία συγκέντρωσης διοξειδίου στην οποία στηρίζεται το παρόν οικοσύστημα όπως το γνωρίζουμε και η οποία στηρίζεται, όπως και κάθε ισορροπία στη φύση, στην διατήρηση του κύκλου ζωής των στοιχείων που μετέχουν σε αυτή. Επιγραμματικά, παραβλέποντας τις φυσικές καταστροφές, το διοξείδιο του άνθρακα που παράγεται κατά την διεργασία της αναπνοής των οργανισμών και της οξείδωσης των οργανικών ουσιών, είτε φυσικής, είτε εξαναγκασμένης (καύση), ισούται με αυτό που καταναλώνεται από τους φυτικούς οργανισμούς κατά τη διεργασία της φωτοσύνθεσης. Το γεγονός αυτό είναι αληθές, αφού όλη η οργανική ύλη των αναπνεόντων οργανισμών (φυτών, ζώων) αλλά και όλη η οργανική ύλη που αποσυντίθεται ή καίγεται στο εσωτερικό της βιόσφαιρας, ενός κλειστού ως προς την ύλη συστήματος, παράγεται μόνο μέσα από τη φωτοσύνθεση, και συνεπώς καταναλώνοντας διοξείδιο του άνθρακα, και «μετακυλύεται» στους υπόλοιπους οργανισμούς μέσω της τροφικής αλυσίδας. Με τον τρόπο αυτό, το ισοζύγιο μάζας του διοξειδίου κλείνει, όχι ανά πάσα χρονική στιγμή, αλλά μέσα σε κάθε κύκλο της φύσης. Αυτό ακριβώς είναι και το νόημα της ταλαντευόμενης κόκκινης γραμμής της γραφικής παράστασης που αποτυπώνει την ραγδαία αύξηση των επιπέδων του διοξειδίου στις τελευταίες δεκαετίες.
Στην αύξηση αυτή πολλοί παράγοντες μπορεί να συντελούν. Αυτό είναι απόλυτα λογικό μέσα σε ένα πολυπαραγοντικό και μη διευκρινισμένο πλήρως οικοσύστημα όπως η βιόσφαιρά μας. Αυτό όμως που είναι απόλυτα σίγουρο είναι πως από την μαζικοποίηση της χρήσης του πετρελαίου και των υπόλοιπων ορυκτών καυσίμων στις διαδικασίες παραγωγής ενέργειας, είτε κεντρικά, είτε τοπικά, ο άνθρωπος διατάραξε το ισοζύγιο μάζας του στοιχείου του άνθρακα στη βιόσφαιρα. Ο κύκλος του στοιχείου έπαψε να κλείνει ανά ετήσια βάση και το δυναμικό πλέον ισοζύγιο που περιγράφεται σχηματικά από την προσθήκη των ορυκτών καυσίμων στον κύκλο της σύγχρονης πραγματικότητας παρουσιάζει έναν ρυθμό συσσώρευσης ο οποίος οδηγεί στην αύξηση της συγκέντρωσης του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, αφού πλέον οδηγούνται προς καύση και ουσίες οι οποίες δεν συμμετέχουν στον παροντικό κύκλο ζωής της βιόσφαιρας. Αυτό συμβαίνει γιατί ενώ ο προαναφερθείς κύκλος έκλεινε σε ετήσια βάση, αυτό που δεν φαίνεται στο σχήμα του σύγχρονου κύκλου του άνθρακα είναι πως για να «κλείσει» αυτός, απαιτούνται δισεκατομμύρια χρόνια και πως ο ρυθμός συσσώρευσης που δημιουργείται λόγω της καύσης των ορυκτών καυσίμων ουσιαστικά «κλείνει» τον κύκλο που επιστρέφει τη βιόσφαιρα σε καταστάσεις προ εκατομμυρίων αιώνων, προ της αποκατάστασης της ισορροπίας που επέτρεψε την εγκυμόνηση της «παρούσας ζωής» στον πλανήτη.
Αφήνοντας κατά μέρος όμως τη συγκέντρωση του μορίου στην ατμόσφαιρα, ας επικεντρωθούμε στα αποτελέσματα στους ωκεανούς. Οι χαμηλού ρυθμού μεταβολές της συγκέντρωσης του διοξειδίου κατά το σύνολο της γνωστής ιστορίας του κόσμου μας οδηγούσαν σε χαμηλού ρυθμού μεταβολές του pH των θαλασσών μας, με αποτέλεσμα αυτές να μπορούν να «απορροφηθούν» από τη φύση και οι οργανισμοί των θαλασσών να προσαρμόζονται ομαλά. Η προσαρμογή αυτή ήταν αποτέλεσμα αυτών ακριβώς των χαμηλών ρυθμών μεταβολής. Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η κλίση της ευθείας που παρουσιάζει το διάγραμμα αύξησης του διοξειδίου του άνθρακα είναι υπερβολικά μεγάλη, καταγράφοντας ουσιαστικά τη ραγδαία αύξηση του διοξειδίου στην ατμόσφαιρα. Όντως διακυμάνσεις της συγκέντρωσης υπήρχαν πάντα, αλλά μια τέτοια κλίση οπτικοποιείται μόνο αν τυπωθούν μερικές χιλιετίες στο διάγραμμα, όχι μόνο ένας αιώνας όπως φαίνεται στην γραφική παράσταση που αποτυπώνει τον τελευταίο αιώνα ιστορίας της γης.
Ο έντονος αυτός ρυθμός αύξησης οδηγεί σε γρήγορη αύξηση της οξύτητας των θαλασσών μας, με ταχύτητες τις οποίες η φύση δεν μπορεί να ακολουθήσει και να προσαρμοστεί. Επιπλέον, σε περίπτωση που η όξυνση των νερών περάσει ένα μέγιστο όριο, η θαλάσσια ζωή θα αρχίσει να καταρρέει. Ξεκινώντας από τους κοραλλιογενείς υφάλους που δεν θα μπορούν να χτίσουν το σκελετό τους, αφού οι χαμηλές τιμές του pH δε θα επιτρέπει την χρήση των αλάτων τους ως δομικό υλικό. Στη συνέχεια περνώντας στο φυτοπλαγκτό, το οποίο αποδεικνύεται υπερευαίσθητο και ευπαθές στην οξύτητα του υδατικού του περιβάλλοντος. Άμεση συνέπεια θα είναι ο περιορισμός τροφής των θαλασσίων οργανισμών και ο περιορισμός της παραγωγής οξυγόνου. Μετά τη διατάραξη της ισορροπίας, η απομάκρυνσή μας από την βιώσιμη κατάσταση θα συντελείται με γεωμετρικά αυξανόμενους ρυθμούς. Οι ωκεανοί θα πεθάνουν και η στεριά θ’ ακολουθήσει. Συνέβη και παλιότερα, πριν από εκατομμύρια χρόνια, όταν η ζωή στην θάλασσα καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς και στην συνέχεια ακολούθησε ένας επίσης «ολοκληρωτικός» αφανισμός, σε ποσοστό πάνω από 90%, της ζωής στην ξηρά.
Οι καταστροφές αυτές δεν θα συμβούν βέβαια αύριο. Πιθανότατα ούτε σε εκατό ή χίλια χρόνια, παρότι η διαβίωση στο πλανήτη θα συνεχίσει να δυσκολεύει και είναι άγνωστο πότε θα γίνει «αβίωτη» - αυτό μπορεί να συμβεί πολύ σύντομα. Αλλά κάποια στιγμή θα συμβούν με μαθηματική ακρίβεια. Όπως ακριβώς η Μεσόγειος θα ξαναγίνει έρημος όταν κλείσει το στενό του γιβλαρτάρ λόγω κίνησης των πλακών και θα ξαναγίνει θάλασσα όταν θα κατακρημνιστεί εκ νέου αυτή η φραγή. Όπως έχει ξαναγίνει πολλές φορές στο παρελθόν. Ακριβώς έτσι είναι: Η τόσο «σταθερή παράμετρος αναφοράς» της ιστορίας του ανθρώπινου γένους που έθρεψε και άνδρωσε τον σημερινό πολιτισμό, η μεσόγειος θάλασσα, στην πραγματικότητα είναι μια εντελώς ασταθής και υπερευαίσθητη λεκάνη ύδατος. Και το να τοποθετεί ο άνθρωπος εαυτόν σε θέση θεού που νομίζει πως μπορεί να ορίσει το φυσικό περιβάλλον, με την έκταση και την ισχύ που στην ουσία αυτό διαθέτει, δεν αποτελεί τίποτε παραπάνω από αλαζονεία.
Πριν καταλήξουμε λοιπόν στο συμπέρασμα της κλιματικής αλλαγής, ας συμφωνήσουμε τουλάχιστον να ελαττώσουμε τους ρυθμούς μας. Διότι οι υπέρμετροι ρυθμοί της σύγχρονης πραγματικότητας είναι αυτοί που στην ουσία οδηγούν τη φύση σε ραγδαία απώλεια της ισορροπίας της. Εμείς οι άνθρωποι το ονομάζουμε «αντίδραση» και εκνευριζόμαστε που «η φύση αντιδρά», αλλά στην ουσία δεν είναι αντίδραση. Είναι απλά η κίνηση όλων των υπόλοιπων παραμέτρων του φυσικού συστήματος, πέραν όσων επηρεάζουμε ηθελημένα, προς αποκατάσταση μιας νέας θερμοδυναμικής ισορροπίας που με τις πράξεις μας επιβάλλουμε, κίνηση όμως η οποία δεν μας «αρέσει» γιατί μετατρέπει το περιβάλλον μας σε μη-βιώσιμο.
Θα φτάσει ποτέ ο άνθρωπος στ’ άστρα; Υπάρχουν άλλοι πολιτισμοί; Γιατί δεν έχουμε έρθει σε επαφή με αυτούς έως τώρα;
Μία από τις βασικότερες «ατέλειες» του ανθρώπινου μυαλού είναι η «αδυναμία» να σκεφτεί συνολικά και πολυπαραμετρικά και να κατανοήσει τις μεταβολές και τη σημασία τους σε βάθος χρόνου. Και αυτό γιατί ο άνθρωπος είναι στην ουσία «περιορισμένος» στη σημερινή του φαινόμενη πραγματικότητα. Κρίνει με βάση αυτό που βλέπει και όχι με βάση τους μηχανισμούς που οδήγησαν στην εμφάνισή αυτού, θεωρώντας αυτό που βλέπει ως μια δεδομένη «σταθερά» και αρνούμενος να κατανοήσει πως στην ουσία αυτή η «πραγματικότητα» δεν είναι διόλου σταθερή αλλά αντιθέτως είναι μια ευαίσθητη ισορροπία στηριζόμενη πάνω σε έναν πολύ μεγάλο αριθμό αλληλεξαρτώμενων παραμέτρων. Η ζωή του ανθρώπου είναι πολύ μικρή για να μπορέσει να το κατανοήσει χωρίς να καταβάλει πολύ μεγάλο κόπο.
Η απάντηση στο ερώτημα «αν θα φτάσει ο άνθρωπος στα άστρα» είναι απλή. Ναι, αν δεν καταστραφεί πρώτα από την υιοθέτηση των υψηλών ρυθμών «ανάπτυξης» της σημερινής πραγματικότητας. Γιατί όσο μεγαλύτερη η ταχύτητα, τόσο μεγαλύτερη η αστάθεια, τόσο μεγαλύτερο και το ρίσκο. Υπάρχουν άλλοι πολιτισμοί; Η ερώτηση αυτή αλήθεια αναφέρεται στο σήμερα; Γιατί το σύμπαν είναι πολύ παλιότερο απ’ τον ανθρώπινο πολιτισμό. Και αν και η πιθανότητα ύπαρξης ζωής αλλού είναι μεγάλη, η πιθανότητα ύπαρξης πολιτισμού επίσης υπάρχει αλλά περιορίζεται από την πιθανότητα αυτοκαταστροφής του πολιτισμού αυτού λόγω του μοντέλου ανάπτυξής του. Συνεπώς για να συναντήσουμε έναν άλλο πολιτισμό, αυτός ή εμείς, θα πρέπει να έχουμε καταφέρει ν’ αναπτυχθούμε τόσο που να μπορέσουμε να πάμε στ’ άστρα χωρίς να έχουμε καταστραφεί στην πορεία μας προς αυτά. Και μέσα σε όλα καλό θα ήταν να θυμόμαστε πως ένας πολιτισμός δεν είναι απαραίτητο πως θα έχει υιοθετήσει τις ίδιες ηθικές αξίες και τα ίδια διαχειριστικά σχήματα όπως ο δικός μας. Γιατί πολύ φοβούμαι πως οι άνθρωποι θεωρούν πολιτισμό κάποιον ο οποίος θα έχει χαρακτηριστικά παρόμοια με του δικού τους.
Μέχρι να φτάσουμε ως τ’ άστρα πάντως καλό θα ήταν να ελαττώσουμε τους ρυθμούς μας. Η φύση - εμείς οι ίδιοι - δεν μπορεί να τους αντέξει και ανεξάρτητα με τις αιτίες (ανθρωπογενείς ή μη) που οδηγούν στην κατάρρευση της ισορροπίας της βιόσφαιρας, καλό θα ήταν οι πράξεις μας να οδηγούν προς την προστασία της τόσο πολύτιμης και ευαίσθητης αυτής ισορροπίας. Αν θέλουμε κάποτε να φτάσουμε στ’ άστρα. Οι γνώσεις υπάρχουν. Η ωριμότητα είναι μάλλον αυτό που λείπει.