15.12.05

18.11.05

Η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας

Εκεί που οι τρεις «αρχαίες» ήπειροι ενώνονται, εκεί που συναντιούνται τα πνεύματα τριών αρχαίων πολιτισμών, μετά από τέσσερεις χιλιάδες χρόνια φαραωνικού πολιτισμού, μια ελληνική δυναστεία, η Πτολεμαϊκή, αποφάσισε και δημιούργησε τον «νέο ομφαλό της γης», τον ομφαλό της γνώσης. Εκεί χτίστηκε η μεγαλύτερη βιβλιοθήκη της αρχαιότητας, τον 3το πχ. αιώνα, μετατρέποντας την Αλεξάνδρεια σε μητρόπολη και πρωτεύουσα του εμπορικού και πνευματικού του κόσμου. Εκεί δημιουργήθηκε και το πρώτο και φημισμένο πανεπιστήμιο στο οποίο σπούδασαν οι μεγαλύτεροι φιλόσοφοι και επιστήμονες του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Ονόματα όπως ο Ευκλείδης, ο Ερατοσθένης και ο Αρχιμήδης ξεκίνησαν από την Αλεξάνδρεια για να εξαπλώσουν το μεγαλείο της γνώσης στον κόσμο.
Η πρωτοβουλία για την ίδρυση μιας οικουμενικής βιβλιοθήκης οφείλεται στον Μέγ’ Αλέξανδρο, αλλά πρωτίστως στον Αριστοτέλη ο οποίος του ενέπνευσε την ιδέα της συλλογής όλης της γραπτής και προφορικής παράδοσης σε μια οικουμενική βιβλιοθήκη. Το όραμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου ξεκίνησε να πραγματοποιείται από τον Πτολεμαίο τον Α’, στην Αλεξάνδρεια, όπου και ιδρύθηκε το μουσείο και η αλεξανδρινή βιβλιοθήκη. Έτσι άρχισε η συγκέντρωση του επιστημονικού και πολιτιστικού πλούτου, ο οποίος ήταν διασκορπισμένος σε πολλές μικρές συλλογές και βιβλιοθήκες. Η έναρξη της δημιουργίας της οικουμενικής βιβλιοθήκης έγινε όταν ο Δημήτριος ο Φαληρέας, μαθητής του Αριστοτέλη και σύμβουλος του Πτολεμαίου του Α’, εισηγήθηκε στον φαραώ την ίδρυση ενός μεγάλου ερευνητικού κέντρου με μια παγκόσμια βιβλιοθήκη, όπως ακριβώς την ονειρεύτηκε ο μεγάλος στρατηλάτης. Με τον τρόπο αυτό, ουσιαστικά εκπληρωνόταν το όνειρο και η φιλοσοφία του ίδιου του Αριστοτέλη.

Σύντομα έγινε φανερό ότι η πρόθεση των Πτολεμαίων δεν ήταν απλώς η καταγραφή και διατήρηση όλης της επιστημονικής και καλλιτεχνικής γνώσεως αλλά και η μεταβολή της ελληνικής γλώσσας σε παγκόσμια, καθώς οι σχέσεις και το εμπόριο των Ελλήνων με τους αυτόχθονες λαούς προϋπέθετε την γλωσσική επικοινωνία. Για το σκοπό αυτό αποφασίσθηκε και η ίδρυση μεγάλων πολιτιστικών κέντρων γύρω από την βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και η μετάφραση των μεγάλων ιστορικών έργων των λαών της ανατολής στην ελληνική γλώσσα. Έτσι, η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας περιείχε τρεις μεγάλες ενότητες βιβλίων: (i) ελληνική κλασική σκέψη και φιλοσοφικά έργα γύρω από αυτή, (ii) επιστολές, σημειωματάρια και ημερολόγια και (iii) ξένη λογοτεχνία σε πρωτότυπο κείμενο και μετάφραση στα ελληνικά.

Κατά τον Αριστέα, την εποχή του Πτολεμαίου του Β’ (283-247πΧ.) η Βιβλιοθήκη περιείχε 200.000 κυλίνδρους. Στα «Προλεγόμενα εις τον Αριστοφάνην» αναφέρεται ότι η Ανακτορική Βιβλιοθήκη περιείχε 400.000 συμμιγείς και 90.000 αμιγείς κυλίνδρους, ενώ ο Αμμιανός υποστήριζε ότι ο πλούτος της βιβλιοθήκης ανερχόταν σε 700.000 κυλίνδρους. Το μόνο σίγουρο είναι ότι την εποχή εκείνη, η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας συγκέντρωνε εκατοντάδες χιλιάδες κυλίνδρους γνώσεως και μάλιστα, αξιολογώντας διάφορες πηγές, ίσως οι 700.000 κύλινδροι να αποτελούν υποεκτίμηση του πραγματικού επιστημονικού έργου της Βιβλιοθήκης!

Οι φαραώ επιστράτευσαν κάθε δυνατό μέσο για να αποκτήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα βιβλία για την βιβλιοθήκη τους. Έτσι δανείζονταν έργα από τους ηγεμόνες και τις βιβλιοθήκες ανά τον τότε γνωστό κόσμο, τα αντέγραφαν και τα προσέθεταν στην συλλογή τους, επιστρέφοντας πολλές φορές το αντίγραφο και κρατώντας το πρωτότυπο! Έτσι, περί το 235 πΧ. κατέστη αναγκαίο να χτισθεί μια νέα θυγατρική βιβλιοθήκη για να στεγάσει τα συλλεγόμενα έγγραφα.

Η βιβλιοθήκη αυτή αποτέλεσε τον φάρο των γνώσεων της αρχαίας ανθρωπότητας και επί 6 αιώνες συνετέλεσε στην άνθιση των επιστημών. Οι περισσότεροι Έλληνες μαθηματικοί και φιλόσοφοι πέρασαν ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους και συνέγραψαν μεγάλο μέρος του έργου τους στην Αλεξάνδρεια. Οι θεωρίες και διδασκαλίες του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, συνδιαζόμενες με το κριτικό αλεξανδρινό πνεύμα και την εμπειρική έρευνα ώθησαν τον Ευκλείδη, τον Αρχιμήδη, τον Ήρωνα, τον Ερατοσθένη, τον Στράβωνα καθώς και πολλούς άλλους Έλληνες επιστήμονες στην ανάπτυξη του επιστημονικού τους έργου. Οι θεωρίες της Ευκλείδειας γεωμετρίας, η θεωρία της άνωσης και του κοχλία, οι θεωρίες της Στερεομετρίας καθώς και η άποψη του ηλιοκεντρικού συστήματος θεμελιώθηκαν εκεί, στην ελληνική πλέον Αλεξάνδρεια του 2ρου αιώνα πΧ. Ακόμα και η διάμετρος της γης υπολογίσθηκε με ακρίβεια 1500 χρόνια νωρίτερα από τον Κοπέρνικο και τον Γαλιλαίο.

Η Βιβλιοθήκη αυτή αποτέλεσε την μόνη οικουμενική βιβλιοθήκη που επιχειρήθηκε να συγκροτηθεί, μέχρι και σήμερα. Η αλματώδης ανάπτυξη των επιστημών εκείνης της περιόδου οφείλεται στην συνεργασία και την συγκέντρωση των επιστημόνων και των γνώσεων σε έναν οργανισμό αμιγώς επιστημονικό, ο οποίος περιείχε όλες της γνώσεις της ανθρωπότητας. Δύο χιλιετίες πριν, ο Αριστοτέλης είχε θεμελιώσει την ανάγκη για σφαιρική συσσώρευση γνώσης και μυαλών σε ένα σημείο, το οποίο θα αποτελούσε μοχλό ανάπτυξης της επιστήμης.

Απαρχή της καταστροφής αποτέλεσε η μεγάλη πυρκαγιά, που προκλήθηκε από την ναυμαχία του Ρωμαϊκού στόλου του Ιουλίου Καίσαρα, με τον Αιγυπτιακό, το 48 πΧ. Στην ναυμαχία αυτή αναδείχθηκε νικητής ο Ρωμαϊκός στόλος, αλλά ηττημένος αναδείχθηκε όλος ο πολιτισμένος κόσμος με την εξαφάνιση της βιβλιοθήκης και της συσσωρεμένης γνώσης του τότε γνωστού κόσμου. Τα απομεινάρια της άλλοτε περήφανης βιβλιοθήκης αποτέλεσαν και πάλι στόχο παγκόσμιων ηγεμόνων όπως ο Αυρηλιανός, ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Ομάρ ο Α’. Η περίοδος άνθισης της γνώσης είχε τελειώσει και η περίοδος χειραγώγησης των λαών είχε ξεκινήσει. Η βιβλιοθήκη δεν αποτελούσε πια εργαλείο επίτευξης του στόχου των ηγεμόνων. Έτσι οδηγήθηκε στην σταδιακή εγκατάλειψη και σύλησή της. Τα θεμέλιά της ακόμα δεν έχουν βρεθεί.

Ακολούθησε ο σκοταδισμός. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι χρειάστηκαν 1500 χρόνια για να ξαναγίνουν αντικείμενο μελέτης θέματα που άπτονταν του σύμπαντος. Χρειάστηκαν 1500 χρόνια για να ξαναρχίσει δειλά δειλά η ανάπτυξη της ανθρωπότητας. Ένα είναι βέβαιο. Η δύση του τελευταίου ελληνικού πολιτισμού των Πτολεμαίων έφερε και την δύση της ανάπτυξης των επιστημών.
Ας διδαχτούμε ορισμένα πράγματα από την ιστορία λοιπόν.

Ίσως τελικά η φράση «πας μη Έλλην βάρβαρος» είχε κάποιους λόγους ύπαρξης…

28.9.05

Η αδράνεια της ανθρωπότητας

Η απόσταση ανάμεσα στις δύο ράγες των σιδηροδρομικών γραμμών στις ΗΠΑ είναι 4 πόδια και 8,5 ίντσες (143,5 cm). Μάλλον παράξενος αριθμός. Γιατί άραγε έχει επιλεγεί το συγκεκριμένο διάκενο;

Διότι ο σιδηρόδρομος στις ΗΠΑ κατασκευάστηκε με τον τρόπο που είχε κατασκευαστεί ο σιδηρόδρομος στην Αγγλία, από Άγγλους μηχανικούς που μετανάστευσαν, και οι οποίοι θεώρησαν ότι θα ήταν καλή σκέψη, επειδή θα επέτρεπε να χρησιμοποιηθούν οι υπάρχουσες ατμομηχανές από την Αγγλία.

Και τότε, γιατί οι Άγγλοι κατασκεύασαν τις ατμομηχανές τους έτσι;
Διότι οι πρώτες σιδηροδρομικές γραμμές κατασκευάστηκαν από τους ίδιους μηχανικούς που κατασκεύαζαν τραμ, στο οποίο χρησιμοποιούσαν ήδη το συγκεκριμένο διάκενο.
Και γιατί αυτό το διάκενο;
Διότι οι κατασκευαστές του τραμ ήταν και κατασκευαστές αμαξών, που χρησιμοποιούσαν τα ίδια εργαλεία και τις ίδιες μεθόδους.
Γιατί οι άμαξες έχουν αυτό το διάκενο;
Διότι, παντού στην Ευρώπη, και στην Αγγλία, οι δρόμοι είχαν λούκια για τους τροχούς των αμαξών και ένα διαφορετικό διάκενο θα προκαλούσε διαρκώς βλάβες στους άξονες.
Και γιατί τα λούκια απέχουν τόσο μεταξύ τους;
Οι πρώτες μεγάλες οδοί στην Ευρώπη είχαν κατασκευαστεί από τους Ρωμαίους, με σκοπό να μετακινούνται εύκολα οι λεγεώνες τους. Οι πρώτες άμαξες ήταν οι πολεμικές άμαξες των Ρωμαίων. Οι άμαξες αυτές ήταν ιππήλατες: τις τραβούσαν δύο άλογα, τα οποία κάλπαζαν δίπλα-δίπλα. Τα άλογα έπρεπε να απέχουν μεταξύ τους, ούτως ώστε το ένα να μην ενοχλεί το άλλο κατά τον καλπασμό. Προκειμένου να εξασφαλίζεται η σταθερότητα της άμαξας, οι τροχοί δεν έπρεπε να είναι ευθυγραμμισμένοι με τα ίχνη των αλόγων, ενώ δεν έπρεπε να είναι και πολύ απομακρυσμένοι, έτσι ώστε να αποτρέπονται τα ατυχήματα κατά την διασταύρωση δύο αμαξών στην ίδια οδό.

Ιδού λοιπόν η απάντηση στο αρχικό μας ερώτημα! Το διάκενο στις ράγες των Αμερικανικών σιδηροδρόμων εξηγείται, αφού 2.000 χρόνια νωρίτερα, σε μιαν άλλη ήπειρο, οι ρωμαϊκές άμαξες κατασκευάζονταν ανάλογα με το φάρδος που έχουν τα καπούλια δύο αλόγων.

Και τώρα, το κερασάκι στην τούρτα:
Υπάρχει και μια προέκταση αυτής της ιστορίας με το διάκενο στις ράγιες και τα καπούλια των αλόγων. Αν δει κανείς το Αμερικανικό διαστημικό λεωφορείο στην εξέδρα εκτόξευσής του, μπορεί να παρατηρήσει δύο πλευρικές δεξαμενές καυσίμων που είναι στηριγμένες εκατέρωθεν της κεντρικής δεξαμενής.

Η εταιρεία Thiokol κατασκευάζει αυτές τις δεξαμενές στο εργοστάσιό της στην Γιούτα. Θα ήθελαν να τις κάνουν μεγαλύτερες, αλλά οι δεξαμενές αποστέλλονται σιδηροδρομικώς στο σημείο εκτόξευσης. Η σιδηροδρομική γραμμή μεταξύ του εργοστασίου και του Ακρωτηρίου Κανάβεραλ περνά από μια σήραγγα, κάτω από τα Βραχώδη Όρη. Αυτή η σήραγγα περιορίζει το μέγεθος των δεξαμενών στο πλάτος που έχουν τα καπούλια δύο αλόγων.

Έτσι, το πλέον εξελιγμένο μεταφορικό μέσον του κόσμου, το διαστημικό λεωφορείο, εξαρτάται από το φάρδος των οπισθίων ενός αλόγου. Οι τεχνικές προδιαγραφές και η γραφειοκρατία είναι αθάνατες!


ΥΓ: Είναι κρίμα που η πληροφορική δεν χρησιμοποιεί τόσο σταθερές προδιαγραφές...

27.7.05

Κύκνειο άσμα

Το μαντείο των Δελφών έπαιξε ίσως τον μεγαλύτερο «κατευθυντικό» ρόλο στην ιστορία και τον πολιτισμό της αρχαίας Ελλάδας. Η ιστορία και οι αποφάσεις όλων των πόλεων κρατών είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τους χρησμούς της Πυθίας. Κατά την ελληνορωμαϊκή περίοδο, οι Ελληνικές όμως δυνάμεις φθεί­ρονται και κυριαρχούν στην Ελλάδα οι Ρωμαίοι. Το μαντείο των Δελφών, παρότι σε λειτουργία, σιγά σιγά καταστρέφεται. Ο Σύλλας κατά το 86 π. Χ. απαίτησε από τους αμφικτίονες τα πολύτιμα αναθήματα του μαντείου, για να φέρει σε πέρας την πολιορκία των Αθηνών. Το 83 π.Χ. το θρακικό έθνος των Μαίδων επέδραμε και λεηλάτησε το Ιερόν και έβαλε φωτιά και στο ναό.

Αναλαμπή έφερε ο ανταγωνισμός κατά της εξαπλούμενης θρησκείας του Χριστού, γεγονός που ωφέλησε τους Δελφούς. Η νέα θρησκεία, πολύ έξυπνα, ενστερνίστηκε το φιλοσοφικό περιεχόμενο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, γεγονός που επέτρεψε την ταχεία εξάπλωσή της στην τότε «οικουμένη», η οποία είχε ήδη αποδεχθεί την ελληνική φιλοσοφία. Για τον λόγο αυτό έγινε ιδιαιτέρως εύκολα αποδεκτή από τους Έλληνες, οι οποίοι είχαν αρχίσει να «κουράζονται» από το 12άθεο, υιοθετώντας τον «Μοναδικό και Άγνωστο θεό». Οι καταστροφές που επέφεραν όμως οι χριστιανοί στα ελληνικά μνημεία, «συσπείρωσαν» τους Έλληνες, αλλά και τους Ρωμαίους, σε μια προσπάθεια αναβίωσης του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, με κύριο μοχλό την ισχυροποίηση του δελφικού μαντείου.

Η μεγαλύτερη προσπάθεια αναβίωσης έγινε την περίοδο των Τραϊανού, Αδριανού και των Αντωνίνων. Τελευταίος «ευεργέτης» του ήταν ο σοφιστής Ηρώδης ο Αττικός. Παρόλ’ αυτά, ο Χριστιανισμός θριάμβευσε, ενώ το παμπάλαιο σεβάσμιο ιερό που αποτελούσε την βάση της αρχαίας θρησκείας, εξέπιπτε διαρκώς. Ο Κωνσταντίνος μετέφερε από τους Δελφούς πλήθος καλλιτεχνημάτων, συμπεριλαμβανομένου και του αναθήματος των Πλαταιών, δια να κοσμήσει την νέα Ρώμη. Ο Θεοδόσιος τέλος, το 394 μ. Χ., απαγόρευσε ρητά τους αγώνες και στραγγάλισε την αρχαία λατρεία.

Η παράδοση αναφέρει ότι ο τελευταίος απελπισμένος χρησμός της ταπεινωμένης Πυθίας δόθηκε προς τον Ορειβάσιο, τον απεσταλμένο του Ιουλιανού του Αποστάτη:

«Είπατε τω βασιλήι, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά,
ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν, ού μάντιδα δάφνην,
ού παγάν λαλέουσαν, απέσβετο καί λάλον ύδωρ»

«Πείτε του βασιλιά, πως έπεσε κατάχαμα ο μαγικός αυλός,
κι ούτε ο Φοίβος Απόλλων μένει πια εδώ, ούτε φυτρώνει η δάφνη που προμαντεύει,
ούτε κυλάει το γάργαρο νερό απ’ την πηγή. Και το νερό που στέρεψε, δεν τραγουδάει πια»

Δεν είναι ιστορικά αποδεδειγμένο το κατά πόσο ο χρησμός αυτός είναι αληθινός. Εκφράζει όμως, με τον μελαγχολικό τόνο του, την εσχάτη κατάπτωση του περίφημου μαντείου, το οποίο επί δύο σχεδόν χιλιετηρίδες έδρασε ένδοξα και έπαιξε ύψιστο ρόλο, επηρεάζοντας πολλαπλά την αρχαία ζωή και τον πολιτισμό.

Αποτελεί ουσιαστικά το κύκνειο άσμα του αχραιοελληνικού πολιτισμού.

25.7.05

Ενεργειακοί πόροι

Ένα από τα πρωταρχικά προβλήματα που αντιμετώπισε ο άνθρωπος ήταν η εξεύρεση πηγών ενέργειας, ώστε αρχικά να ζεσταθεί, εν συνεχεία να παρασκευάσει την τροφή του και τελικά να μπορέσει να διευκολύνει την ζωή του και να δημιουργήσει τον πολιτισμό.

Έτσι ξεκίνησε από την καύση του ξύλου και κατέληξε στην εκμετάλλευση του πετρελαίου, μια από τις πιο αξιοποιήσιμες και εύχρηστες πηγές ενέργειας. Τον 20 αιώνα όμως, η αλματώδης ανάπτυξη που επέφερε η βιομηχανική επανάσταση, η ζήτηση καυσίμων αυξήθηκε με τρελούς ρυθμούς.

Δύο ήταν τα αποτελέσματα. Αφ’ ενός η εξαντλητική κατανάλωση των ορυκτών πόρων, η οποία αναμένεται να οδηγήσει σύντομα σε αφανισμό των ορυκτών καυσίμων, και αφ’ εταίρου η ρύπανση της ατμόσφαιρας από τα κατάλοιπα της καύσιμης ύλης και η δημιουργία του φαινόμενου του θερμοκηπίου.

Το πετρέλαιο δημιουργήθηκε πριν από χιλιάδες χρόνια σε υπόγειες «δεξαμενές», μέσα στις οποίες εγκλωβίστηκαν φυτικές ύλες, κατά την διάρκεια γεωλογικών ανακατατάξεων (μετακινήσεις πλακών, καταβυθίσεις και κατακριμνίσεις βουνών κ.α.). Είναι λοιπόν φανερό ότι η συνολική ποσότητά του είναι πεπερασμένη και φυσικά δεν ανανεώνεται ούτε αναγεννάται.

Το κόστος της καύσιμης ύλης είναι ένα από τα πιο «φλέγοντα» ζητήματα των ημερών μας. Η αύξηση της τιμής τους, συνδέεται, εκτός από τον διαρκή πόλεμο για τον έλεγχο των κοιτασμάτων, με την συνεχή ελάττωσή τους. Έτσι, όσο περισσότερο πετρέλαιο θα καταναλώνουμε, τόσο θα εξαντλείται ο «πετρελαιοφόρος» ορίζοντας την γης και τόσο περισσότερο θα αυξάνεται η τιμή του.

Μια από τις συνήθεις ερωτήσεις είναι το κατά πόσο η Ελλάδα διαθέτει κοιτάσματα πετρελαίου. Και η Ελλάδα αλλά και άλλες χώρες της γης διαθέτουν κοιτάσματα πετρελαίου, τα περισσότερα από τα οποία όμως είτε δεν είναι πολύ καλή ποιότητας, οπότε χρίζουν μεγάλης και δαπανηρής κατεργασίας πριν την χρήση τους, είτε το κόστος άντλησής τους είναι πολύ μεγάλο και συνεπώς η άντλησή τους κρίνεται αντιοικονομική. Όταν βέβαια αυξηθεί πολύ η τιμή των καυσίμων, τότε η άντληση και χρήση των συγκεκριμένων καυσίμων θα γίνει οικονομική και συνεπώς θα χρησιμοποιηθούν και αυτά.

Τελικά όμως θα εξαντληθούν όλες οι δεξαμενές καυσίμων του πλανήτη μας. Και μέχρι τότε θα πρέπει να έχουμε στραφεί σε νέες μορφές ενέργειας. Εκτός από την εξάντλησή τους, η χρήση εναλλακτικών μορφών ενέργειας επιβάλλεται και από την ανάγκη διατήρησης και επαναφοράς του περιβάλλοντός μας σε «υγιέστερη» μορφή. Άλλωστε η ρύπανση του περιβάλλοντος απειλεί και την υγειά μας αλλά και την ίδια μας την επιβίωση.

Η έρευνα για την εξασφάλιση νέων, εναλλακτικών μορφών ενέργειας έχει ξεκινήσει εδώ και πολλά χρόνια. Η πυρηνική ενεργεία αποτέλεσε ένα μεγάλο βήμα και ίσως να μπορούσε να αποτελέσει και μια σημαντική λύση, αν δεν αποδεικνυόταν τόσο επίφοβη και καταστρεπτική. Η τεχνολογία μας δεν μπορεί να δαμάσει ακόμα της «πυρηνικές» δυνάμεις της φύσης. Ίσως στο απώτερο μέλλον καταφέρει να χρησιμοποιήσει αυτή την μεγάλη πηγή ενέργειας που προσπάθησαν να δώσουν στην ανθρωπότητα οι μεγάλοι επιστήμονες της αρχής του 20ού αιώνα, αγνοώντας ότι η «ανθρωπότητα» θα την χρησιμοποιήσει για λάθος σκοπούς, με αποτέλεσμα το μεγάλο τους όνειρο για φθηνή ενέργεια να μετατραπεί στην Δαμόκλειο σπάθη του πυρηνικού ολέθρου.

Στην σημερινή εποχή διερευνώνται συστηματικά δύο ακόμα μορφές εναλλακτικής ενέργειας. Η ηλιακή ενέργεια, και η χρήση του υδρογόνου ως καύσιμη ύλη που θα αντικαταστήσει την πετρέλαιο.

Η ηλιακή ενέργεια αποτελεί μια από τις πιο εύκολες και «προφανείς» λύσεις για την εξεύρεση «ασφαλούς» ενέργειας. Το πρόβλημα που ανακύπτει είναι η χαμηλή «ισχύς» που αποδίδεται από τις ηλιακές κυψέλες. Για την ηλεκτροδότηση μιας περιοχής χρειάζεται μια επιφάνεια από μερικά στρέμματα ηλιακών συσσωρευτών, ενώ η χρήση της για βιομηχανικές εφαρμογές αλλά και στα αυτοκίνητα είναι πολύ δύσκολη, αφού δεν μπορεί να αποδώσει μεγάλη ισχύ. Επίσης οι συσκευές αυτές δεν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν την νύχτα, εκτός και αν χρησιμοποιούσαν συσσωρευτές ενέργειας (μπαταρίες) ο όγκος των οποίων όμως θα έκανε μια τέτοια εφαρμογή δύσχρηστη, αν όχι αδύνατη, με την τεχνολογία που διαθέτουμε σήμερα. Παρόλ’ αυτά, αρκετές εφαρμογές της, όπως η θέρμανση νερού στους «ηλιακούς θερμοσίφωνες», δίνουν ακόμα και σήμερα μια ελαφριά ανάσα στην ενεργειακή κρίση.

Άλλες «ήπιες» μορφές ενέργειας είναι η γεωθερμική και η αιολική. Και οι δύο όμως αυτές, παρόλο που είναι εφαρμόσιμες, δίδουν μικρή ισχύ, όπως η ηλιακή ενέργεια, και παραμένουν οικονομικά ασύμφορες για εκτεταμένη χρήση. Αναφορικά, η πρώτη αφορά στην εκμετάλλευση της διαφοράς θερμοκρασίας μεταξύ της επιφάνειας της γης και ενός σημείου σε μεγάλο βάθος, κάτι που μπορεί εύκολα να εφαρμοσθεί σε ηφαίστεια (στην Ελλάδα έχει ήδη εκπονηθεί κάποιο σχέδιο εκμετάλλευσης γεωθερμικής ενέργειας στο ηφαίστειο την Νυσήρου, το οποίο δεν εφαρμόσθηκε ποτέ) και η δεύτερη στην εκμετάλλευση της δύναμης του ανέμου, ώστε να παραχθεί ηλεκτρική ενέργεια, στηριζόμενοι στην ίδια αρχή που στηρίζονταν οι ανεμόμυλοι των περασμένων αιώνων. Η μέθοδος αυτή μπορεί πάλι να βρει εφαρμογή μόνο τοπικά, σε περιοχές που έχουν ισχυρούς αέρηδες.

Το καύσιμο του μέλλοντος θεωρείται το υδρογόνο. Μπορεί εύκολα να παραχθεί από το νερό, το οποίο υπάρχει σε αφθονία στον πλανήτη μας και ταυτόχρονα αναγεννάται. Η καύση του δεν αφήνει κατάλοιπα, ενώ η ισχύς που αποδίδει κρίνεται ικανοποιητική. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που ανακύπτει στην χρήση του υδρογόνου ως καύσιμο, είναι το πρόβλημα της αποθήκευσής του. Είναι γνωστό το πόσο επισφαλής ήταν η χρήση γκαζιού στα σπίτια και στα αυτοκίνητα. Το υδρογόνο αποτελεί ένα υπερβολικά πιο επικίνδυνο υλικό από το πετρογκάζ. Κατά την ανάμιξή του με τον αέρα δημιουργεί το «κροτούν αέριο». Αν διαφύγει λοιπόν στον αέρα, η παρουσία της παραμικρής σπίθας σε μικρή απόσταση είναι ικανή να προκαλέσει ισχυρότατη έκρηξη με πολύ πιο καταστρεπτικές συνέπειες από ότι το πετρογάζ. Για το λόγο αυτό, το μεγαλύτερο μέρος της ερευνητικής δραστηριότητας έχει στραφεί στην ανάπτυξη «ασφαλών» μεθόδων αποθήκευσης του υδρογόνου, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως καύσιμο ακόμα και σε αυτοκίνητα. Έτσι, οι επιστήμονες προσπαθούν να ανακαλύψουν ή να δημιουργήσουν πορώδη υλικά, τα οποία μπορούν να προσροφήσουν το υδρογόνο μέσα στην μάζα τους, και να το απελευθερώσουν μόνο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, όπως για παράδειγμα θέρμανση του υλικού σε συγκεκριμένη θερμοκρασία, υψηλότερη της περιβαλλοντικής. Με τον τρόπο αυτό θα κατασκευαστούν τα απαιτούμενα «κελιά καυσίμου» (fuel cells) τα οποία θα αποτελούν έναν ασφαλή τρόπο αποθήκευσης και μεταφοράς του υδρογόνου.

Η επίλυση του προβλήματος αποθήκευσης θα πρέπει να ακολουθηθεί και από την αντικατάσταση της χρησιμοποιούμενης τεχνολογίας, ώστε να βασίζεται πλέον στην κατανάλωση υδρογόνου ως καυσίμου, αντί του πετρελαίου που χρησιμοποιείται σήμερα. Η ανάπτυξη αυτής της τεχνολογίας βρίσκεται σε πολύ καλό επίπεδο. Ήδη, ακόμα και στην Ελλάδα υπάρχουν επιστημονικές ομάδες, που σε εργαστηριακό επίπεδο έχουν δημιουργήσει «μηχανές καύσης υδρογόνου», οι οποίες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε αυτοκίνητα. Η αντικατάσταση της τεχνολογίας από πετρελαϊκή σε υδρογόνου αποτελεί μια μεγάλη δαπάνη και αντιβαίνει στα σημερινά οικονομικά συμφέροντα των πετρελαϊκών χωρών και των κατασκευαστών μηχανών «πετρελαϊκής τεχνολογίας».

Η δαπάνη όμως αυτή, και όσων αφορά στην έρευνα που απαιτείται ακόμα, αλλά και στην κατάργηση της πετρελαϊκής τεχνολογίας και την μετατροπή της σε τεχνολογία υδρογόνου είναι απαραίτητη για την επιβίωση της ανθρωπότητας στο άμεσο μέλλον.