Παγκοσμίως, η ανθρώπινη δραστηριότητα βαδίζει σε ένα μη βιώσιμο μονοπάτι. Μια από τις σημαντικότερες επιταγές της σύγχρονης πραγματικότητας είναι η εναρμόνιση της ανθρώπινης δραστηριότητας και ανάπτυξης με ένα πρότυπο βιώσιμης ανάπτυξης το οποίο λαμβάνει υπ’ όψη του και σέβεται και τους τρεις πυλώνες της αειφορίας, τον περιβαλλοντικό, τον κοινωνικό και τον οικονομικό. Η αναγκαιότητα αυτή πηγάζει από την στενή συσχέτιση και αλληλεπίδραση των παραμέτρων που διέπουν τους πυλώνες αυτούς. Κάθε περιβαλλοντικό πρόβλημα που ανακύπτει σε μια περιοχή, επιδρά και επηρεάζει την κοινωνική και οικονομική ζωή της τοπικής κοινωνίας, ενώ οι συνέπειές του μπορεί να γίνουν ορατές και σε μακροσκοπικό επίπεδο, επηρεάζοντας ευρύτερες περιοχές.
Ένα από τα σημαντικά και πολυσυζητημένα προβλήματα της ελληνικής επικράτειας είναι το πρόβλημα της ρύπανσης του Ασωπού ποταμού και της λεκάνης απορροής του από βιομηχανικά υγρά απόβλητα τα οποία βρίσκονται εκτός των θεσμοθετημένων ορίων όσον αφορά στις συγκεντρώσεις βαρέων μετάλλων και άλλων τοξικών ουσιών. Η ρίζα του προβλήματος οριοθετείται το 1969 με το διάταγμα χαρακτηρισμού του ποταμού ως «αγωγός παροχέτευσης επεξεργασμένων λυμάτων εργοστασίων» και το μετέπειτα ρυπογόνο μοντέλο ανάπτυξης που ακολουθούνταν για δεκαετίες, χωρίς χωροταξικό σχεδιασμό βιομηχανικών και άλλων δραστηριοτήτων, ελλείψει υποδομών για την προστασία του περιβάλλοντος, καθώς και μη εφαρμογής της υπάρχουσας περιβαλλοντικής νομοθεσίας, κυρίως λόγω της ανυπαρξίας μηχανισμών ελέγχου και διαχείρισης των προβλημάτων ρύπανσης.
Έτσι, οι περισσότερες εγκαταστάσεις της περιοχής, οι οποίες παράγουν περίπου το 20% του εγχώριου βιομηχανικού προϊόντος, διαθέτουν ανεπεξέργαστα ή μερικώς επεξεργασμένα υγρά απόβλητα στο ποτάμι, αφού είτε δεν διαθέτουν μονάδες επεξεργασίας, είτε τις χρησιμοποιούν μερικώς, με στόχο την ελάττωση του κόστους παραγωγής και με άμεση συνέπεια την αύξηση των συγκεντρώσεων τοξικών βαρέων μετάλλων στο νερό του Ασωπού, καθώς και στον υδροφόρο ορίζοντα της λεκάνης Θήβας, Τανάγρας, Μαλακάσας, η οποία οριοθετείται μεταξύ του Μεσσάπιου Όρους και της Πάρνηθας και απορρέει μέσω του Ασωπού ποταμού στον νότιο Ευβοϊκό κόλπο.
Μετρήσεις σε αντλιοστάσια του δήμου Οινοφύτων δίπλα στον Ασωπό ποταμό έδειξαν ότι το νερό περιείχε μεγάλες συγκεντρώσεις ιόντων χρωμίου, μολύβδου, νιτρικών και χλωρίου. Το 2008, ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου των Αθηνών διεξήγαγε έρευνα με στόχο τον καθορισμό των συγκεντρώσεων χρωμίου και άλλων βαρέων μετάλλων στα επιφανειακά και υπόγεια ύδατα της λεκάνης Θήβας, Τανάγρας, Μαλακάσας. Προσδιορίστηκαν υψηλές συγκεντρώσεις εξασθενούς χρωμίου στο δίκτυο ύδρευσης του Ωροπού, με τιμές οι οποίες έφταναν και τα 80μg/L, ενώ οι αντίστοιχες τιμές στο δίκτυο υδροδότησης των Οινοφύτων έφταναν τα 53μg/L. Στα υπόγεια ύδατα και τις γεωτρήσεις που τροφοδοτούν την πόλη των Θηβών οι τιμές του εξασθενούς χρωμίου καθορίστηκαν μεταξύ 5 και 33μg/L, ενώ στο δίκτυο υδροδότησης του Σχηματαρίου ανιχνεύτηκαν 40μg/L εξασθενούς χρωμίου και μέχρι και 34μg/L αρσενικού. Οι συγκεντρώσεις των υπόλοιπων βαρέων μετάλλων που εξετάστηκαν ήταν χαμηλές και, ως επί το πλείστο, εντός των θεσπισμένων ορίων.
Στον ίδιο τον ποταμό οι τιμές βρέθηκαν σχετικά χαμηλές, συγκρινόμενες με αυτές του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα, της τάξης των 13μg/L για το ολικό χρώμιο και 5μg/L για το εξασθενές, εν τούτοις οι τιμές αυτές υποδηλώνουν την άμεση συσχέτιση με τη βιομηχανική δραστηριότητα της περιοχής. Άλλωστε, λόγω της υψηλής οξειδωτικής ικανότητάς του, το εξασθενές χρώμιο αντιδρά εύκολα και ταχύτατα με τις οργανικές ενώσεις οι οποίες βρίσκονται σε περίσσεια στα νερά του ποταμού, γεγονός το οποίο δυσχεραίνει την ανιχνευσιμότητα της συνολικής ποσότητας του στοιχείου. Αντίθετα, οι υψηλές συγκεντρώσεις χρωμίου στα υπόγεια ύδατα υποδηλώνουν πως υπάρχει πιθανότητα οι βιομηχανίες να απορρίπτουν παρανόμως συμπυκνωμένα απόβλητα σε χώρους ταφής, τα οποία κατεισδύουν απευθείας στον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα.
Παρότι το τρισθενές χρώμιο αποτελεί ένα από τα θρεπτικά συστατικά της ανθρώπινης διατροφής, το εξασθενές χρώμιο έχει εδώ και πολύ καιρό αναγνωριστεί ως υψηλά τοξικό και καρκινογόνο συστατικό ακόμα και σε πολύ μικρές ποσότητες. Επιπλέον, προβλήματα ανακύπτουν και από την παρουσία τρισθενούς χρωμίου στο νερό ύδρευσης, αφού κατά τις διαδικασίες καθαρισμού και χλωρίωσής του στο δίκτυο μπορεί να οξειδωθεί ταχύτατα σε εξασθενές χρώμιο. Για το λόγο αυτό η ρύπανση των υδάτινων φορέων με χρώμιο, ακόμα και τρισθενές, θεωρείται πως αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα περιβαλλοντικά προβλήματα που μπορούν να ανακύψουν και αποδίδεται εξ ολοκλήρου στην ανθρώπινη δραστηριότητα.
Παράλληλη έρευνα του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου με στόχο τον καθορισμό της βιολογικής ποιότητας των υδάτων της λεκάνης απορροής υπέδειξε ότι τα αυτοοικολογικά χαρακτηριστικά των ειδών των βιοκοινοτήτων αντικατοπτρίζουν, σε ποσοστό περίπου 70%, συνθήκες υπερευτροφικές, με υψηλά επίπεδα αζώτου και φωσφόρου, και με χαμηλές απαιτήσεις σε οξυγόνο (οξυγόνο κορεσμού >30%). Οι βιοκοινότητες αυτές είναι τυπικές πολυσαπρόβιων συνθηκών (BOD>22mg/L), υποδεικνύοντας την ρύπανση των υδάτινων όγκων από οργανικά απόβλητα. Οι ρύποι που ανιχνεύτηκαν μπορούν να αποδοθούν, πέραν της βιομηχανικής, στη γεωργική και την κτηνοτροφική δραστηριότητα, ή στα αστικά λήμματα. Στη ρύπανσή από οργανικές ουσίες αποδίδεται και το παρατηρούμενο κόκκινο χρώμα των ποτάμιων υδάτων.
Εν κατακλείδι, η πολιτική που ακολουθήθηκε από τη δεκαετία του ‘60 και μετέπειτα προώθησε συγκεκριμένο, μη βιώσιμο πρότυπο ανάπτυξης, δημιούργησε περιβαλλοντικά προβλήματα στην περιοχή και κατ’ επέκταση επέφερε μια σειρά από θετικές και αρνητικές επιπτώσεις στην κοινωνική και οικονομική κατάστασή της.
Αρχικά, η μετεγκατάσταση των μονάδων, καθώς και η περαιτέρω ανάπτυξη της περιοχής ως «βιομηχανική ζώνη» οδήγησαν σε μια εκρηκτική αύξηση του πληθυσμού στους οικισμούς Οινοφύτων και Σχηματαρίου, πολύ μεγαλύτερη από την αντίστοιχη σε γειτονικές κοινότητες, αλλά και στο σύνολο του νομού Βοιωτίας. Το γεγονός αυτό, που οφείλεται στη ραγδαία αύξηση των θέσεων εργασίας, επηρέασε και τη γεωργική δραστηριότητα, μέσω της οποίας επιδιώχθηκε η κάλυψη μέρους των τοπικών αναγκών.
Η περιβαλλοντική ρύπανση όμως που προκλήθηκε από την πλημμελή διαχείριση των υδάτινων πόρων από τη γεωργική και βιομηχανική δραστηριότητα, οδήγησε σε κοινωνικές αναταραχές και οι κάτοικοι προσέφυγαν πρόσφατα στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, ενώ η χώρα μας κινδυνεύει να τιμωρηθεί λόγω μη συμμόρφωσής της με την οδηγία 2000/60. Ο αριθμός των θανάτων από καρκίνο φαίνεται πως αυξάνει ραγδαία στην περιοχή, ενώ ο εντοπισμός υψηλών συγκεντρώσεων εξασθενούς χρωμίου στο σύνολο του υδροφορέα της υποδηλώνει τη σύνδεση του φαινομένου με τα τοξικά απόβλητα και κατά συνέπεια τη βιομηχανική δραστηριότητα. Σύμφωνα με στοιχεία του ληξιαρχείου, οι θάνατοι από καρκίνο στις περιοχές που υδροδοτούνται από το ποταμό Ασωπό έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια από 6% σε 32%.
Οι κάτοικοι των οικισμών της περιοχής κινητοποιούνται συνεχώς, καταγγέλλοντας βλάβες στην υγεία τους, ενώ δεν εμπιστεύονται οι ίδιοι το νερό που πίνουν και τα προϊόντα που παράγουν. Πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών υποδεικνύει ότι η υποβάθμιση του υδροφορέα της λεκάνης από τη βιομηχανική και γεωργική δραστηριότητα οδηγεί σε υποβάθμιση της δημόσιας υγείας στις υδροδοτούμενες περιοχές. Αξίζει να αναφερθεί ότι ύστερα από τις συνεχείς κινητοποιήσεις και καταγγελίες των κατοίκων, στην περιοχή διεξάγεται σήμερα επιδημιολογική έρευνα από το Παρατηρητήριο Υγείας.
Έτσι, η υποβάθμιση ενός φυσικού πόρου, του ποτάμιου και του υπόγειου ύδατος, πέρα από τις περιβαλλοντικές συνέπειες όσον αφορά στην απώλεια της βιοποικιλότητας της περιοχής της λεκάνης απορροής, οδηγεί και σε αδυναμία αξιοποίησής του από την τοπική κοινωνία, είτε ως πόσιμο, είτε για τις οικονομικές δραστηριότητές της. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των δαπανών εισαγωγής νερού για οικιακή χρήση, δημιουργώντας οικονομική επιβάρυνση στους κατοίκους. Μάλιστα, η πρόσφατη απόφαση της σύνδεσης του δικτύου ύδρευσης της περιοχής με το Μόρνο, παρότι είναι σκόπιμη και αναγκαία, θα επιβαρύνει και την διαχείριση του νερού της υπόλοιπης Στερεάς Ελλάδας. Ταυτόχρονα, θα επιβαρύνει και την τοπική αυτοδιοίκηση με δαπάνες κατασκευής και συντήρησης του δικτύου μεταφοράς νερού στην περιοχή.
Η απώλεια εμπιστοσύνης στα προϊόντα που παράγονται εντός της λεκάνης απορροής οδηγεί σε αύξηση των εισαγωγών τροφίμων από τις τοπικές κοινωνίες, ενώ ταυτόχρονα δυσχεραίνει την πώλησή των τοπικών προϊόντων, δημιουργώντας περαιτέρω οικονομικές επιβαρύνσεις. Από τα στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας για την ελάττωση της γεωργικής γης και την αύξηση της αγρανάπαυσης φαίνεται πως μετά το 2001 υπάρχει σημαντική μείωση της γεωργικής δραστηριότητας στις περιοχές Οινοφύτων και Σχηματαρίου, γεγονός που υποδεικνύει και τη στροφή του πληθυσμού από τη γεωργία στο δευτερογενή και τριτογενή τομέα παραγωγής.
Αν και η στροφή αυτή μεσοπρόθεσμα συνεπάγεται μια αύξηση του εισοδήματος των κατοίκων, μακροχρόνια μπορεί να προκαλέσει μια «μονοδραστηριότητα» στη βιομηχανία, η οποία θα εξαρτήσει τις τοπικές κοινωνίες, ως προς το σύνολο των τροφίμων και των πρώτων υλών, από απομακρυσμένες τοποθεσίες, επιβαρύνοντας τες με δαπάνες μεταφοράς και συσκευασίας τροφίμων αλλά και διαχείρισης απορριμμάτων, εντείνοντας τα υφιστάμενα περιβαλλοντικά προβλήματα και θίγοντας τη βιωσιμότητα της περιοχής. Για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στα γεωργικά προϊόντα απαιτείται η εκτέλεση αρδευτικών έργων μεταφοράς νερού από περιοχές εκτός λεκάνης, τα οποία θα αυξήσουν την οικονομική επιβάρυνση της τοπικής κοινωνίας, αλλά και θα επιβαρύνουν την διαχείριση νερού ευρύτερων περιοχών.
Επιπλέον, η υποβάθμιση της δημόσιας υγείας των τοπικών κοινωνιών έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των δαπανών υγείας και σε οικογενειακό, αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο. Παράλληλα, τα σωματικά ή ψυχωσικά προβλήματα τα οποία εμφανίζονται με μεγάλη συχνότητα, πέρα των κοινωνικών επιπτώσεων και των επιβαρύνσεων στην ανθρώπινη υγεία, έχουν και αντίκτυπο στην εργασία, αυξάνοντας έτσι τις αρνητικές επιδράσεις στην οικονομία.Τέλος, η απαραίτητη απορρύπανση της περιοχής, όπως επιβάλλεται από την ανάγκη άμβλυνσης των κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων, αλλά και αξιώνεται από τις υποχρεώσεις της χώρας μας για συμμόρφωση στην κοινή ευρωπαϊκή πολιτική, θα επιφέρει αύξηση των δαπανών της τοπικής αυτοδιοίκησης για εγκατάσταση των αναγκαίων διεργασιών καθαρισμού των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων.
Το νερό είναι ζωή! Είναι προαπαιτούμενο για την ζωή του ανθρώπου, των ζώων και των φυτών, αλλά και απολύτως αναγκαίος πόρος για την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη. Η προστασία των υδάτινων πόρων, των υδατικών οικοσυστημάτων και του πόσιμου νερού αποτελεί έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους της πολιτικής περιβαλλοντικής προστασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το διακύβευμα είναι υψηλό και υπερβαίνει τα όρια των κρατικών συνόρων, απαιτώντας άμεσες ενέργειες, από εθνικό, έως και ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να εξασφαλιστεί η αναγκαία και αποτελεσματική προστασία των υδάτινων πόρων. Για αιώνες το νερό, λανθασμένα θεωρούταν, όπως άλλωστε και άλλα αγαθά και υπηρεσίες του περιβάλλοντος, ένας πρακτικά ανεξάντλητος πόρος. Η αντίληψη αυτή, σε συνδυασμό με την έλλειψη της επιστημονικής γνώσης, οδήγησε στην υπερεκμετάλλευση των υδατικών πόρων, καθιστώντας το νερό αγαθό εν ανεπαρκεία.
Η οδηγία 2000/60 του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου δημιουργεί ένα πλαίσιο προστασίας των υδατικών πόρων στοχεύοντας στην επίτευξη καλής κατάστασης και διαχείρισης όλων των υδάτινων όγκων σε επίπεδο λεκάνης απορροής ποταμού μέχρι τον Δεκέμβριο του 2015, αναγνωρίζοντας με σαφήνεια ότι πρέπει να εξασφαλίζεται υψηλή ποιότητα και επαρκής ποσότητα νερού, όχι μόνο για τις ανάγκες των ανθρώπινων κοινωνιών αλλά και για τις λειτουργίες των οικοσυστημάτων. Η καλή κατάσταση καθορίζεται από οικολογικά - βιολογικά, χημικά και ποσοτικά κριτήρια, τα οποία περιγράφονται λεπτομερώς στα παραρτήματά της. Τα οικολογικά κριτήρια, τα οποία θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικά για τον προσδιορισμό της κατάστασης των επιφανειακών υδάτινων όγκων, αποτελούν ένα νέο μέτρο της ευρωπαϊκής πολιτικής για τη διαχείριση των υδατικών πόρων.
Η χάραξη πολιτικής υδάτων στοχεύει στη βελτίωση της οικολογικής ποιότητας των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων και στην αποφυγή μακροπρόθεσμης επιδείνωσης της ποιότητας και της ποσότητας των γλυκών υδάτων. Απαιτείται λοιπόν μια πολιτική ολοκληρωμένης προστασίας και διαχείρισης των υδάτινων πόρων με τρόπο που να διασφαλίζονται αφενός μεν οι κεφαλαιώδους σημασίας οικολογικές λειτουργίες τους και αφετέρου η αειφόρος παροχή των ποικίλων αγαθών και υπηρεσιών τους στον άνθρωπο, αφού ληφθούν υπόψη οι ανάγκες και το όφελος του κοινωνικού συνόλου.
Ως προς την πρόληψη και τον έλεγχο της ρύπανσης, η πολιτική υδάτων θα πρέπει να βασίζεται σε μια συνδυασμένη προσέγγιση, που να εφαρμόζει τον έλεγχο της ρύπανσης στην πηγή μέσω του ορισμού οριακών τιμών εκπομπής και προτύπων περιβαλλοντικής ποιότητας, αλλά και την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει». Εν τέλει, η πολιτική διαχείρισης των υδάτων πρέπει να συμβάλει στην αποτροπή ή τον περιορισμό της εισαγωγής ρύπων στα υδάτινα οικοσυστήματα.
Ωστόσο, όταν ένα υδατικό σύστημα έχει υποστεί επίδραση από ανθρώπινες δραστηριότητες ή όταν λόγω της φυσικής του κατάστασης είναι ανέφικτο ή υπερβολικά δαπανηρό να επιτευχθεί καλή κατάσταση, η πολιτική διαχείρισής του μπορεί να επιτρέπει την οριοθέτηση λιγότερο αυστηρών περιβαλλοντικών στόχων, με βάση κατάλληλα, σαφή και διαφανή κριτήρια, και με βασικό στόχο την πρόληψη οιαδήποτε περαιτέρω επιδείνωσης της κατάστασης των υδάτων.
Συγκεκριμενοποιώντας τις πολιτικές βιώσιμης διαχείρισης υδατικών πόρων στο περιβαλλοντικό πρόβλημα του Ασωπού καλούμαστε να συνεκτιμήσουμε τις τρεις παραμέτρους οικονομία, κοινωνία, περιβάλλον, στην προσπάθεια να προστατευτούν τα ύδατα από περαιτέρω επιδείνωση της ρύπανσης αλλά και να αποκατασταθεί κατά το δυνατό η ποσότητα και η ποιότητά τους ως προς χημικούς και βιολογικούς παράγοντες. Ταυτόχρονα, καλούμαστε να λάβουμε υπ’ όψη και τις αρχές που διέπουν την πολιτική προστασίας του περιβάλλοντος, αυτές της προφύλαξης, της πρόληψης, και της θεραπείας.
Με δεδομένο ότι ο Ασωπός αποτελεί ροή υδάτινου πόρου, το πρώτο αναγκαίο βήμα είναι η αποκατάσταση του χαρακτηρισμού του ως ποτάμι και η κατάργηση του διατάγματος που τον χαρακτηρίζει «αγωγό παροχέτευσης επεξεργασμένων λυμάτων». Αυτό υλοποιήθηκε με την κοινή υπουργική απόφαση που υπεγράφη στα μέσα του προηγούμενου μήνα. Εφόσον οι υδάτινοι πόροι της λεκάνης έχουν υποστεί σημαντικές επιδράσεις, η αρχή της προφύλαξης δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί και συνεπώς απομένουν οι εφαρμογές των αρχών της πρόληψης και θεραπείας.
Μια πολιτική «άμεσης αποκατάστασης» του περιβαλλοντικού προβλήματος δεν θα ήταν ρεαλιστική και βιώσιμη, μιας και θα επέφερε σημαντικές επιβαρύνσεις στην οικονομία και τον κοινωνικό ιστό του τόπου. Άμεση αποκατάσταση θα σήμαινε την άμεση μετεγκατάσταση των ρυπογόνων βιομηχανιών σε άλλες περιοχές, την άμεση αλλαγή του μοντέλου γεωργικής δραστηριότητας προς φιλοπεριβαλλοντικές πρακτικές και τη λήψη μέτρων απορρύπανσης τα οποία θα αποκαθιστούσαν την ποιότητα των νερών του ποταμού και μακροπρόθεσμα και την ποιότητα των υπογείων υδάτων. Άμεση συνέπεια όμως θα ήταν η απώλεια θέσεων εργασίας και η αδυναμία συγκράτησης του πληθυσμού στην περιοχή, οπότε το οικονομικό και κοινωνικό κόστος αυτών των δράσεων εκτιμάται εξαιρετικά μεγάλο. Άλλωστε, δεν πρέπει να αγνοείται ότι η βιώσιμη ανάπτυξη και, στο πλαίσιο αυτής, η βιώσιμη διαχείριση υδάτινων πόρων εμπεριέχουν και τη βιομηχανική δραστηριότητα στην τοπική περιοχή.
Επίσης, μια «αντισταθμιστική πολιτική» που θα επέτρεπε την διατήρηση της δραστηριότητας ως έχει, με μια απλή πρόβλεψη για αποζημίωση των θιγόμενων ομάδων, θα οδηγούσε σε μακροχρόνιες δικαστικές διαμάχες, και σε επιδείνωση της δημόσιας υγείας, ενώ θα αύξανε τη δυσαρέσκεια των κατοίκων και τις κινητοποιήσεις τους. Τελικά, θα οδηγούσε σε σταδιακή επιδείνωση του υπάρχοντος περιβαλλοντικού προβλήματος στην περιοχή, με συνέπεια την όξυνση των επιπτώσεων στον κοινωνικό και οικονομικό τομέα, οι οποίες μακροπρόθεσμα θα οδηγούσαν στην πλήρη καταστροφή του περιβάλλοντος και θα υποβάθμιζαν την κοινωνική, αλλά και κάθε άλλης μορφής οικονομική δραστηριότητα, οδηγώντας την τοπική κοινωνία σε μαρασμό. Επιπλέον, θα ήταν αντίθετη και με τις υποχρεώσεις προσαρμογής της χώρας μας στο κοινοτικό δίκαιο. Κατά συνέπεια και αυτή η πολιτική πρέπει να απορριφθεί ως μη βιώσιμη.
Με δεδομένο ότι το υδάτινο σύστημα έχει υποστεί σημαντική υποβάθμιση από την ανθρώπινη δραστηριότητα, η άμεση υιοθέτηση μιας πολιτικής πρόληψης και αποτροπής της περαιτέρω επιδείνωσης του περιβαλλοντικού προβλήματος είναι αναγκαία. Στο πλαίσιο της πολιτικής αυτής θα πρέπει να περιλαμβάνονται μέτρα για την εγκατάσταση, τον εκσυγχρονισμό αλλά και την ορθή λειτουργία των μονάδων επεξεργασίας λημμάτων των βιομηχανικών εγκαταστάσεων της περιοχής, ενώ θα πρέπει να γίνεται τακτικός έλεγχος ρύπανσης, στην πηγή, σύμφωνα με τις επιταγές της αρχής της πρόληψης. Επιπλέον, όσον αφορά στην ακολουθούμενη πολιτική αδειοδότησης για διάθεση βιομηχανικών αποβλήτων, αυτή απαιτείται να είναι συμβατή με την οδηγία Πρόληψης και Ελέγχου της Βιομηχανικής Ρύπανσης και την προτεινόμενη οδηγία Πλαίσιο για το Νερό, ενώ κατά την αδειοδότηση χρήσεων, αυτή πρέπει να συνάδει με μια συνετή και ορθολογική χρήση των φυσικών υδατικών πόρων, με βάση τις αρχές της προφύλαξης και της προληπτικής δράσης, και την αρχή της επανόρθωσης των καταστροφών του περιβάλλοντος, κατά προτεραιότητα, στην πηγή. Ταυτόχρονα, στο πλαίσιο της πολιτικής πρόληψης και της ισόρροπης ανάπτυξης των τομέων παραγωγής, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα που θα ωθήσουν τη γεωργική δραστηριότητα σε φιλοπεριβαλλοντικές μεθόδους.
Για την αποτελεσματική εφαρμογή της πολιτικής πρόληψης είναι απαραίτητη η θεσμοθέτηση των αναγκαίων ελέγχων που θα πιστοποιούν την ορθή λειτουργία των μονάδων, θα αναγνωρίζουν και αντιμετωπίζουν την πλημμελή διαχείριση των υγρών αποβλήτων και θα εξακριβώνουν τη ρύπανση που προκαλείται από τις γεωργικές δραστηριότητες. Η ορθή ενεργοποίηση της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει» και ο συστηματικός έλεγχος, εκτιμάται ότι ωθούν τους επιχειρηματίες για τη συμμόρφωσή τους στην προτεινόμενη πολιτική. Ταυτόχρονα εξασφαλίζονται οικονομικοί πόροι για την εφαρμογή των μέτρων προστασίας περιβάλλοντος και για την ενίσχυση των συστημάτων περιβαλλοντικής διαχείρισης.
Η αντιμετώπιση όμως των κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων της ρύπανσης των υδάτων στην περιοχή του Ασωπού, καθώς και η απαίτηση για συμμόρφωση με τις ευρωπαϊκές οδηγίες, καθιστούν αναγκαία και την εφαρμογή πολιτικής «προοδευτικής αποκατάστασης» της λεκάνης απορροής, η οποία οφείλει να ακολουθήσει την επιτυχή εφαρμογή της πολιτικής της πρόληψης. Άλλωστε, μια αποτελεσματική και συνεκτική πολιτική υδάτων θα πρέπει να λάβει υπόψη και την ευαισθησία των υδάτινων οικοσυστημάτων που βρίσκονται κοντά στις θαλάσσιες ακτές στις εκβολές του ποταμού, δεδομένου ότι η ισορροπία τους επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από την ποιότητα των υδάτων της λεκάνης απορροής και κινδυνεύει να διαταραχθεί δραστικά αν διατηρηθεί και δεν βελτιωθεί η σημερινή κατάσταση.
Για το σκοπό αυτό κρίνεται σκόπιμη η εγκατάσταση διεργασιών απορρύπανσης των υδάτινων όγκων, επιφανειακών και υπόγειων, ώστε να αποκατασταθεί η φυσικοχημική και βιολογική ποιότητά τους. Η σύγχρονη τεχνολογία μπορεί να βοηθήσει στον τομέα αυτό με τις νέες μεθόδους κατεργασίας φυσικών ταμιευτήρων που αναπτύσσονται, ενώ οι πόροι για την εγκατάσταση και λειτουργία των διεργασιών μπορούν και πάλι να εξευρεθούν από τη σωστή εφαρμογή και τιμολόγηση των αδειοδοτήσεων χρήσης των υδάτινων πόρων, αλλά και από την ορθή τιμολόγηση των χρηματικών ποινών των μη συμμορφούμενων δραστηριοτήτων. Ταυτόχρονα, πρέπει να θεσμοθετηθεί και να τεθεί σε λειτουργία ελεγκτικός μηχανισμός που θα πιστοποιεί τη βιολογική ποιότητα των επιφανειακών και υπογείων υδάτων της περιοχής, η οποία θα εξετάζει τους κατάλληλους βιολογικούς δείκτες που έχουν θεσμοθετηθεί κατά καιρούς και μπορούν να δώσουν ενιαία εικόνα για την κατάσταση ενός ενδιαιτήματος (habitat), που θα καλύπτει χρονικό εύρος εβδομάδων, ή και μηνών, και δεν θα αποτυπώνει απλά την κατάσταση τη στιγμή της δειγματοληψίας όπως η χημική παρακολούθηση.
Η σταδιακή εφαρμογή του συνδυασμού των δύο τελευταίων πολιτικών, δηλαδή της πρόληψης της περαιτέρω επιδείνωσης και της προοδευτικής αποκατάστασης της λεκάνης απορροής, απαιτεί διαφάνεια στη διαχείριση των υδατικών αποθεμάτων, αδειοδοτήσεις χρήσης μετά από εκπόνηση κατάλληλων μελετών που θα λαμβάνουν υπ’ όψη τους και την κοινωνική και περιβαλλοντική διάσταση, ανάπτυξη επαρκών εργαλείων τιμολόγησης και υιοθέτηση εξονυχιστικών ελέγχων για τη ρύπανση επιφανειακών και υπόγειων νερών από βιομηχανικά, αστικά και γεωργικά απόβλητα. Αναμένεται να βοηθήσει στη συμμόρφωση της χώρας μας με τη στρατηγική βιώσιμης διαχείρισης των υδάτινων πόρων της ευρωπαϊκής ένωσης, όπως αυτή περιγράφεται στις οδηγίες 2000/60 και 2008/32, αλλά και να συμβάλει στην αειφόρο ανάπτυξη της περιοχής του Ασωπού, εξασφαλίζοντας την αγαστή συνεργασία όλων των παραγόντων των τριών πυλώνων της αειφορίας.
Για να στεφθεί όμως με επιτυχία η εφαρμογή των πολιτικών αυτών, είναι αναγκαία η σωστή πληροφόρηση του κοινού και η μετάβαση σε μια κοινωνία της γνώσης, αλλά και η ενεργοποίηση και συμμετοχή των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων που αφορούν στους ίδιους και τις κοινότητες στις οποίες ζουν και εργάζονται.